Αχιλλεύς Αιμίλιος*
Απόσπασμα από ιστορικό διήγημα που εκδόθηκε μαζί με άλλα πέντε σε τόμο με τίτλο Παλαιά Κύπρος, Αθήνα 1933 και 1962, αναδημοσιευμένο στο Κυθρέα Χαρίεσσα (επιμ. Νίκου Ορφανίδη), 2002.
Ένας χρόνος πέρασε κι η αρχόντισσα Ειρήνη πήγε την ανάπαψη να βρει κοντά στην πεθαμένη κόρη της.
Όσα είχε, σπίτια μετρητά και χτήματα, τα χάρισε στις εκκλησιές και στους φτωχούς για την ψυχή της. Τα πιο πολλά στο παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου, για να κάνουν το δικό της και της κόρης της μνηνόσυνο και κάθε μέρα να τις μνημονεύουν και τις δυο στη λειτουργιά και πάνω απ’ τους τάφους τους ο παπάς να θυμιατίζει.
Μα πέρασαν χρόνια και πέθανε κι ο παπάς που λειτουργούσε στο παρεκκλήσι. Η Κύπρος άλλαξεν αφέντες. Το Μισοφέγγαρο έδιωξε το Λιοντάρι τ’ Άη Μάρκου. Με τον καιρό έσβηννε σιγά σιγά απ’ τη μνήμη των ανθρώπων η θύμηση της Βενετιάς και των αρχόντων της. Γρήγορα ξεχάστηκαν η Ακυλίνα κι η αρχόντισσα Ειρήνη και μαζί τους το παρεκκλήσι τ’ Αρχαγγέλου.
Με του καιρού το πέρασμα το παρεκκλήσι, ξεχασμένο απ’ τους ανθρώπους, ερήμωνε μέρα με τη μέρα. Αυλάκωσαν τους τοίχους του οι βροχές κι οι άνεμοι του πήραν τη σκεπή. Οι τάφοι της Ακυλίνας και της μάνας της χορτάριασαν. Χώματα και τσουκνίδες σκέπασαν τις ταφόπετρες τις μαρμαρένιες. Γιατί, σα με τα χρόνια μεγάλωνε η Κυθρέα κι επλούτιζαν απ’ τους νερόμυλους οι χωριανοί, έχτιζαν καινούργιες μεγάλες εκκλησιές και άφηναν τις παλιές τις βενετσιάνικες να γίνουν ρημοκκλήσια. Έτσι και με το παρεκκλήσι τ’ Αρχαγγέλου. Πήραν τα κονίσματα, τα μανουάλια, τις καντήλες και στόλισαν τις καινούργιες εκκλησιές κι άφησαν τους τοίχους του να πέσουν. Πήραν τις πέτρες του για να χτίσουν τα δικά τους σπίτια. Κανένας πια δεν το θυμόταν. Μονάχα μια γριούλα στη γειτονιά, που το ‘χε και τούτη ακουστό απ’ τους γονιούς της, πήγαινε μες στα χαλάσματα ν’ ανάψει ένα καντήλι.
Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα και στοιβάχτηκαν στα περασμένα κι από το παρεκκλήσι πια τίποτε δεν απόμεινεν, εξόν από χαλάσματα γεμάτα βάτους και τ’ όνομα για το ψήλωμα που ήταν μια φορά χτισμένο, που το έλεγαν ακόμα το Ψήλωμα του Αρχαγγέλου. Μα ήρθε μια μέρα που άθελα το ξαναθημήθηκαν οι χωριανοί. Ένα δειλινό ο χότζας απ’ το Νιο Χωριό, που ήρθε ν’ αλέσει στην Κυθρέα το σιτάρι του, νυχτώθηκε και τζαμί δε βρήκε να πει την προσευχή του στον Αλλάχ. Έτσι μεγάλη η Κυθρέα που γένηκε και με τόσες εκκλησιές, μήτε τεκκέ, μήτε τζαμί δεν είχε. Θυμώθηκε. Τι λογής αφεντάδες ήταν οι Τούρκοι του νησιού, σα μέσα στης Κύπρου το πιο μεγάλο χωριό τον Αλλάχ κανένας δεν μπορούσε να δοξάσει; Σα γύρισε ολούθε του κι είδε κει κοντά το Ψήλωμα τ’ Αρχαγέλου, ανέβηκε πάνω, άπλωσε το χαλί του και γονάτισε να πει την προσευχή του. Κι ύστερα σαν κατέβηκε, πήγεν ολόισια στους προεστούς των χριστιανών και τους το είπε καθαρά, πως απ’ τη μέρα κείνη το ψήλωμα ήταν χτήμα του, για να χτιστεί τζαμί.
Τ’ άκουσαν οι χριστιανοί κι αναταράχτηκαν, μα τίποτε δεν είπανε μπροστά του. Όμως σαν απόμειναν μονάχοι τους και κοίταξαν τα βιβλία τα παλιά των εκκλησιών και βρήκαν πως κει πάνω μια φορά ήταν χτισμένο παρεκκλήσι, απ’ το κακό τους ήταν ν’ αρρωστήσουν. Έριχνεν ο ένας το φταίσιμο στον άλλο κι όλοι μαζί στους πιο παλιούς, που άφησαν το παρεκκλήσι να χαλάσει, να γενεί ρημάδι, για να ‘ρθουν σήμερα οι Τούρκοι να το πιάσουν. Σα μάλωσαν και φώναξαν πολύ, κατάλαβαν στο τέλος πως με τις φωνές τίποτε δε γινόταν κι αποφάσισαν να πάνε στη Λευκωσία, στο Δεσπότη, το παράπονό τους να του πουν κι εκείνος να παρακαλέσει το Βαλή να τους το δώσει πίσω. Σαν θα το έπαιρναν, θα ξανάχτιζαν ευθύς το παρεκκλήσι, κανένας να μη μπορεί να τους τ’ αρπάξει.
Μα πέρασε γρήγορα ο θυμός τους. Την άλλη μέρα σκέφτηκαν αλλιώτικα. Βρέθηκε κάποιος που τους είπε πως δεν ήταν σωστό για ένα ρημάδι τους Τούρκους ν’ αγριέψουν, γιατί μπορούσε να τους γίνει κι άλλο μεγαλύτερο κακό. Θύμωσαν οι άλλοι σαν άκουσαν τα λόγια του, μα στο τέλος όλοι συμφώνησαν μαζί του. Μη δεν είχαν τόσες άλλες εκκλησίες μεγάλες; Πού να πήγαιναν τώρα να ξαναχτίζουν ρημοκκλήσια…
Μα κι οι Τούρκοι δεν πολυσκοτίστηκαν γι’ αυτό. Δεν ξαναφάνηκεν ο χότζας στο χωριό, μήτε κανένας άλλος νυχτώθηκε στο άλεσμα ποτέ και γύρεψε στο ψήλωμα να πει την προσευχή του. Κι έτσι το παρεκκλήσι ξεχάστηκε ξανά κι από τους χριστιανούς κι από τους Τούρκους.
Χρόνια πάλι πέρασαν, καιρός πολύς και το Μισοφέγγαρο έφυγε απ’ το νησί. Την Κύπρο τώρα την όριζε βασίλειο χριστιανικό, η Αγγλία. Μα πάλι κανένας για το παρεκκλήσι δε ρώτησε. Δεν το θυμήθηκε κανένας, ως τη μέρα που στην Κυθρέα ήρθαν της Κυβέρνησης οι άνθρωποι τα χτήματα να γράψουν στου καθενός το όνομα. Οι εκκλησίες, τα σπίτια, τα χωράφια, τα δέντρα, τα νερά, όλα έπρεπε να γραφτούν, το καθένα στο νοικοκύρη το δικό του. Σαν ήρθε κι η σειρά για του Αρχαγγέλου το Ψήλωμα, το ζήτησαν οι Τούρκοι για δικό τους χτήμα του τζαμιού. Φώναξαν οι χωριανοί. Ήρθαν κι οι προεστοί και φέρανε τα βιβλία τα παλιά της εκκλησιάς, που ήταν γραμμένο παρεκκλήσι. Μα οι Τούρκοι τους αντίκοψαν κι είπανε πως από τότε το παρεκκλήσι χάλασε και το ψήλωμα το κήρυξε τζαμί του Νιου Χωριού ο χότζας. Μάλωναν έτσι για ώρα πολλή και άλλο δεν ήταν να γενεί, παρά να μπουν σε δίκη, για να κριθεί ποιου ήτανε. Μα οι χωριανοί πεισμάτωσαν για καλά τούτη τη φορά. Δεν περίμεναν να παν στα δικαστήρια για να γενεί δικό τους το Ψήλωμα τ’ Αρχαγγέλου.
Ό,τι και να έλεγαν οι Τούρκοι, θε να το έκαναν δικό τους. Από την ίδια κιόλας μέρα πήγαν στη Λευκωσία, στο Δεσπότη, να τους ορμηνέψει τι να κάνουν.
Σαν εγύρισαν το βράδυ οι προεστοί, μάζεψαν γύρω τους τους χωριανούς και τους είπανε πως, μονάχα αν μπορούσε το παρεκκλήσι να ξαναχτιστεί προτού γίνει δίκη, θε να γινόταν το ψήλωμα δικό τους. Θε να βαστούσε η δίκη χρόνια, θα ξόδευαν ένα σωρό λεφτά και κανένας δεν ήξερε ποιου θα γινόταν χτήμα με το νόμο. Και τότε γένηκε το θαύμα. Σε τρεις μέρες το παρεκκλήσι ξαναχτίστηκε! Από την ίδια κιόλας νύχτα αρχίνησαν δουλειά, μικροί μεγάλοι. Παράτησαν τ’ άλλα που είχανε να κάνουν. Αφήκαν μισοτέλειωτα τα σπίτια τους και κουβάλησαν στο ψήλωμα τα πλιθάρια, τις πέτρες, τον ασβέστη που αγόρασαν για τες δικές τους τες δουλειές, κι αρχίνησαν όλη τη νύχτα να σκάβουν για τα θεμέλια. Σαν έσκαβαν, οι αξίνες τους εσκόνταψαν σε πέτρα. Μες στη νύχτα δεν μπόρεσαν να δουν καλά. Κι έσπασαν σε δυο της Ακυλίνας τη σκαλιστή ταφόπετρα κι έκαναν κομμάτια το μάρμαρο της αρχόντισσας Ειρήνης. Την άλλη μέρα βρήκαν σκόρπια μες στα χώματα και κόκκαλα και δυο χρυσούς σταυρούς και τα κομμάτια των ταφόπετρων και τα έβαλαν για φύλαξη στ’ Αγίου Ανδρονίκου το ιερό.
Σα χτίστηκε το παρεκκλήσι, φέρανε εικόνες και καντήλες απ’ τις άλλες εκκλησιές και μανουάλια και παλιά στασίδια και το λειτούργησε παπάς απ’ την πρώτη κιόλας Κυριακή. Έτσι οι Τούρκοι, σαν το αντίκρισαν χτισμένο, με τη σκεπή του με σταυρό, κατάλαβαν πως μάταια πήγαν οι φωνές τους και με τες δίκες τίποτα δε θα έκαναν και τα παράτησαν. Μη δεν είχαν τόσα άλλα τζαμιά δικά τους… Σε λίγες μέρες οι χωριανοί το γράψανε στ’ όνομα του Δεσπότη και το παρεκκλήσι και το ψήλωμα, δίχως να τους πει τίποτε κανένας.
Πέρασαν από τότε χρόνια κι οι χριστιανοί, τώρα που ξαναγένηκε δικό τους το παρεκκλήσι και δεν φοβόντουσαν να ‘ρθουν οι Τούρκοι να το πάρουν, το ξέχασαν ξανά. Μονάχα μια φορά το χρόνο, ανήμερα του Αρχαγγέλου, πάει να το λειτουργήσει ο παπάς. Τις άλλες μέρες, καμιά φορά αν το θυμηθούν, οι γριές της γειτονιάς πάνε κι ανάβουν την καντήλα.
* Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του νομικού και λογοτέχνη Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη