ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Τσελεπής Χατζηπετράκις Κυθέρειος: η οδύσσεια ενός Κυθρεώτη φυγά μετά τις σφαγές του Ιουλίου 1821

του Πέτρου Παπαπολυβίου. Απόσπασμα από τη μελέτη του “Η συμμετοχή των κατοίκων της Κυθρέας στους Ελληνικούς και Παγκόσμιους Πολέμους (1821-1945). Μια συνοπτική παρουσίαση”, στο Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου: Χύτροι-Κυθρέα. Χιλιάδες χρόνια Ιστορίας, Πολιτισμού και Προσφοράς, Λευκωσία: Δήμος Κυθρέας 2016.

Για τα γεγονότα των σφαγών του Ιουλίου του 1821, ο Γεώργιος Κηπιάδης αναφέρει, όπως είναι γνωστό, στο κλασικό του βιβλίο, που παραμένει, παρά τις ασάφειες και τις ανακρίβειές του, η πιο σημαντική και κοντινή βιβλιογραφική πηγή για τον άμεσο αντίκτυπο της ελληνικής επανάστασης στην Κύπρο, ότι οι αποκεφαλισθέντες από την Κυθρέα οδηγήθηκαν στην εκτέλεση, στη Λευκωσία, την ίδια μέρα με τους προύχοντες της Λαπήθου και του Καραβά, στις 13 Ιουλίου 1821. Θυμίζουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα:

Αυθημερόν [13 Ιουλίου 1821] απήγαγον εις Λευκωσίαν και εκαρατόμησαν τους εκ Κυθραίας διαπρέποντας επί κτήμασι και πλούτω Χατζή Ιωνάν και Χατζή Ατάλλαν, τον εκ του χωρίου «Έξω Μετοχίου» Πρωτοπαπάν Χριστόδουλον, και τον εκ του χωρίου Βώνης παπά Ιωάννην.

Στους δύο Κυθρεώτες καρατομηθέντες του Ιουλίου 1821 είναι αφιερωμένο και ένα δίστιχο, στο ευρέως διαδεδομένο και δημοσιευμένο σε διάφορες παραλλαγές «Τραγούδιον των δεσποτάδων»: «Παίρνουν καράβιν στον γιαλόν και πάσιν κι έρχουνται άλλα / και κόψαν τον Χατζηγιαννάν και τον Χατζηα[τ]τάλλαν.»

Ο Γ.  Κηπιάδης αναφέρει, επίσης, ότι ανάμεσα στους διασωθέντες και σε όσους κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό ήταν και «οι εκ Κυθραίας Χατζή-Πετράκης και Χατζή-Πασχαλής, εκ των μάλα πλουσίων γαιοκτημόνων». Ο αποκεφαλισμός των δύο Κυθρεωτών δημογερόντων και η φυγή των άλλων δύο επιβεβαιώνει, κατά την άποψή μας, ότι ο διφυής στόχος των σφαγών του 1821 και των εμπνευστών τους, ήταν από τη μια η τρομοκράτηση των κατοίκων με την αποψίλωση των ηγετικών φυσιογνωμιών από τους Έλληνες της Κύπρου και από την άλλη η λεηλασία και η αρπαγή των περιουσιών τους στα πιο εύφορα μέρη της Κύπρου που ήλεγχαν οι Χριστιανοί, τις περιοχές Λαπήθου – Καραβά και Κυθρέας και η καταλήστευση των μοναστικών θησαυροφυλακίων.

Από τους δύο Κυθρεώτες φυγάδες του 1821, πιο συναρπαστικός ερευνητικά αποδεικνύεται ο πολύπλαγκτος και πολύπαθος ΧατζηΠετράκις. Για τις περιπέτειές του έχουν δημοσιευθεί αρκετές πληροφορίες από τον Νεοκλή Γ. Κυριαζή, στο σπουδαίο περιοδικό της Λάρνακας, «Κυπριακά Χρονικά», το 1923-1924. (Ο Λαρνακέας ιστοριοδίφης επέδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον Χατζηπετράκη αφού ήταν, εκ μητρός, από την οικογένεια Χασάπογλου, απόγονός του.) Ο Χατζηπετράκης ήταν από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες της Κύπρου, με σπίτι στη Λευκωσία κοντά στην Αρχιεπισκοπή και, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των συγχρόνων του, «εις αυτόν ανήκε πάσα η εξ ελαιών ως επί το πλείστον κατάφυτος έκτασις, όσην ηδύνατο να περιλάβη ο οφθαλμός από της επί υψώματος κειμένης κατοικίας του». Είχε πολυμελή οικογένεια με δώδεκα παιδιά, δύο αγόρια και δέκα θυγατέρες, και κατάφερε να γλυτώσει από τις ιουλιανές σφαγές χάρη στη διαίσθησή του και με τη βοήθεια των Προξένων των ευρωπαϊκών χωρών στη Λάρνακα. Από εκεί διέφυγε  στην Ευρώπη και ως Χατζη Πέτρος του ποτε οικονόμου Κυθέριος, υπέγραψε την προκήρυξη των φυγάδων Κυπρίων, του Δεκεμβρίου του 1821, με την οποία καταγγέλθηκαν οι τουρκικές σφαγές και εξουσιοδοτήθηκε ο Νικόλαος Θησέας να «πράξει υπέρ της ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως και ευταξίας της Κύπρου», όσα έκρινε αναγκαία. Ο Κυθρεώτης γαιοκτήμονας έζησε περιπλανώμενος για εννιά χρόνια σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη, προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για να μεταφέρει από την Κύπρο την οικογένειά του και να ανακτήσει την περιουσία του. Όταν τελικά πέτυχε αυτό για το οποίο αγωνίστηκε για χρόνια, το 1830, απεβίωσε λίγες μέρες κατόπιν, και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Για τον Χατζηπετράκη έχει εκδοθεί ένα μικρό βιβλιαράκι στο Στρασβούργο, το 1827, από τον Gustave Silbermann, επιφανή φιλέλληνα, που περιγράφει τα δεινοπαθήματά του στην Ευρώπη. Έχει εκδοθεί σε περίληψη, κι αυτό στα «Κυπριακά Χρονικά». Ο μεγαλύτερος γιος του, Χατζηγεωργάκης Πετρακίδης, σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, πολέμησε στην ελληνική επανάσταση. Ύστερα από την ελληνική ανεξαρτησία «κατετάχθη εις τον τακτικόν στρατόν και διετέλεσε μέλος της σωματοφυλακής του Όθωνος».

Για τον Χατζηπετράκη και την Κυθρέα καταθέτουμε, με την ευκαιρία του παρόντος συνεδρίου, τις παρακάτω νέες μαρτυρίες. Σε φύλλο της μεγάλης εφημερίδας της Σμύρνης «Αμάλθεια», του Μαρτίου 1854, εντοπίσαμε το παρακάτω, μικρό αλλά σημαντικό, κατά την άποψή μας, δημοσίευμα για την Κυθρέα (το δημοσίευμα ακολουθεί τον τύπο Κυθρέα, με ε αντί του αι, όπως δηλαδή είναι και η γραφή που έχει επικρατήσει και σήμερα. Αντίθετα, ο Γ. Ι. Κηπιάδης, στο παραπάνω παράθεμα από το βιβλίο του, ακολουθεί τον τύπο Κυθραία).

ΚΥΘΡΕΑ. Οι Κύπριοι γινώσκοντες την Κυθήρην και την παλαιάν πόλιν της νήσου Κυθέρειαν παρά την Πάφον, ωνόμασαν ούτω (Κυθέρειαν δηλαδή) και την πόλιν ή πολίχνην και επαρχίαν Κυθρέαν, κειμένην μεταξύ Καρπασίας, Κυρηνίας, Λευκωσίας, Ορεινής, Μισαορίας και Λάρνακος, τόπον ωραίον, υδρηλόν και καλλίκαρπον. Αλλά σήμερον υπάρχει σχεδόν αναμφίβολον, ότι η νυν πολίχνη Κυθρέα ελέγετο το πάλαι πληθυντικώς Χύτροι, οι, πιθανώς από των αυτόθι χυνομένων πολλών υδάτων. Η αυτή κατά Στέφανον ελέγετο και θηλυκώς Χύτρη, η. Χύτροι πληθυντικώς υπήρχε και κρήνη της Λοκρίδος παρά τας Θερμοπύλας, Χύτριον δε πόλις της Ιωνίας περί τας Κλαζομενάς. Λέγεται και νυν Χύτρα νησίδιόν τι περί τα Κύθηρα την νήσον. Των Χύτρων, της νυν Κυθρέας, τα πολλά και καλά ύδατα μετωχετεύοντο το πάλαι εις την Σαλαμίνα, την μεγίστην των της Κύπρου πόλεων. Κατά τον Διοσκουρίδην εφημίζετο ως άριστον του κυπρίου το χύτριον μέλι, ως του αττικού το υμήττιον.

Η Κυθρέα κείται υπό το όρος Πενταδάκτυλον, τον πάλαι Καρπάσιον Όλυμπον,   κατοικουμένη κυρίως υπό των χριστιανών ως 1000 οικογενειών, και απέχουσα ολίγον από της Λευκωσίας προς ανατολάς. Εξάγει δε πολλήν μέταξαν, βαμβάκιον, έλαιον, σήσαμον, οπώρας και όσπρια. Έχει δε και σχολείον αλληλοδιδακτικόν μόνον. Σημειωτέον ότι υπάρχει εν Κύπρω κατά το μέσον της νήσου και άλλος Όλυμπος εν τη επαρχία της Ορεινής.

Εκ των προκρίτων της Κυθρέας αναφέρεται ο αγιοταφικός προσκυνητής Πετράκης προ 33 ήδη ετών. Ούτος υπεδέχετο και περιεποιείτο καλώς τους διαβαίνοντας περιοδευτάς Ευρωπαίους. Αναγκασθείς δε εκ των περιστάσεων να έλθη εις το Λονδίνον έγραφε διά στίχων εις τινα των εν Παρισίοις Γάλλων γνωρίμων του εκφράζων τον πόθον της πατρίδος και ότι προτιμά τον θάνατον υπό τας τερπνάς της Κυθρέας χρυσομηλέας παρά την ψυχράν και ομιχλώδη του Λονδίνου ατμοσφαίραν. Ο φίλος του ανέφερε περί αυτού και άλλου τινος Έλληνος ομοιοπαθούς εις τον σοφόν φιλάνθρωπον Χατωβριάνδον, τον συγγραφέα πολλών αξιολόγων πονημάτων και τότε υπουργόν της Γαλλίας. Ούτος δε απήντησε διά της ακολούθου επιστολής, εμφαινούσης αποχρώντως την ευγενή του υπουργού προαίρεσιν υπέρ των Γραικών.

Εκ Παρισίων 8 Ιουλίου 1823

«Πέμψον μοι τους δύο αυτούς Κυπρίους Γραικούς, και θέλω πράξει ό,τι δυνηθώ  υπέρ αυτών. Καγώ περιεπλανήθην άλλοτε εις τα οδούς του Λονδίνου εξόριστος, κλαίων, και λιμοκτονών. Αν δεν ήμην παράφρων, ως ο προσκυνητής Πετράκης, είχον όμως παράφρονος τύχην.»

Ου μακράν της Κυθρέας προς νότον υπάρχει το Ιδάλιον, αρχαιοτάτη πόλις  ελληνίς της Κύπρου, λεγομένη σήμερον κοινώς Δάλι. Κατοικείται δε υπό 200 περίπου χριστιανικών οικογενειών, αίτινες εσύστησαν σχολείον προ τινων ετών. Αυτού ανακαλύπτονται συνεχώς πολλά λείψανα της αρχαίας γλυπτικής.

Ι.Γ.Λ.

Χάρη στις δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτυο στη σύγχρονη έρευνα, έχουμε εντοπίσει τον τόμο με τις επιστολές του Φρανσουά Ρενέ Ντε Σατωμπριάν, του Σατωβριάνδου, όπως έχει μείνει γνωστός στην ελληνική γραμματεία,  μιας από τις μεγαλύτερες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες της Γαλλίας της εποχής της παλινόρθωσης των Βουρβώνων, φανατικού πολέμιου του Ναπολέοντα, άριστου γνώστη της Ανατολικής Μεσογείου, της Ελλάδας και του Ελληνικού ζητήματος, που πέρασε και από την Κύπρο. Ο τόμος εκδόθηκε το 1853, και εκεί περιλαμβάνονται οι δύο επιστολές για τον Πετράκη τον προσκυνητή από την Κυθρέα και οι στίχοι του για τις χρυσομηλιές του. Η έκδοση της αλληλογραφίας προκάλεσε και το δημοσίευμα που παραθέσαμε πιο πάνω, άγνωστο και αθησαύριστο μέχρι σήμερα από ό,τι γνωρίζουμε. Όσο για τις δύο επιστολές, ελπίζουμε σύντομα να τις δημοσιεύσουμε σχολιασμένες.