Απόσπασμα από το άρθρο της Ανθής Πέτσα-Σαββίδου, “Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Υπολοχαγός 309945 (CY 235) Ανδρέας Γιαννακού εκ Κυθρέας”, Ελεύθερη Κυθρέα τ. 100 (Σεπτ.-Δεκ. 2011), 73-89.
Τον Ανδρέα του Γιαννακού και της Ελεγκούς του Γιαννακού Κόκου από την ενορία της Αγίας Μαρίνας Κυθρέας χειροκροτούμε στις παρελάσεις μαζί με την ομάδα των «παλαιών πολεμιστών» σε κάθε εθνική επέτειο. Φορώντας τη στρατιωτική του στολή με τα διακριτικά του βαθμού και τα παράσημά του. Παρασημοφορημένος από την Αγγλική Κυβέρνηση αλλά και από δύο Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Δημήτρη Χριστόφια.
Αντιπροσωπεύει ο Ανδρέας μαζί με τους άλλους πολεμιστές που παρελαύνουν φορώντας τις φθαρμένες από τον χρόνο τιμημένες στρατιωτικές στολές με τα διακριτικά και τα παράσημά τους, τις 37 χιλιάδες συμπατριώτες μας που όλως παραδόξως στρατεύτηκαν στο πλευρό του κατακτητή τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς που απείλησαν την παγκόσμια ειρήνη. Και τις 2½ χιλιάδες Κυπρίων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, τους 650 που έπεσαν στα πεδία των μαχών και θάφτηκαν σε 47 κοιμητήρια 12 χωρών και τους 35 που πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και ας μη μας διαφεύγει πως η μικρή μας Κύπρος σε αναλογία με τον πληθυσμό της λογίζεται ως η χώρα που πρόσφερε τη μεγαλύτερη ανθρώπινη συμμετοχή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και όταν οι πανηγυρισμοί τελειώσουν και τα χειροκροτήματα σταματήσουν, ξανά ο Υπολογαχός Ανδρέας στη θαλπωρή του σπιτιού με την οικογένειά του. Να αναμοχλεύει μνήμες και να ξαναζωντανεύει σκηνές… Να ξαναζεί τις περιπέτειες, να θυμάται τη δική του Οδύσσεια, να ζωντανεύει μια ζωή σαν παραμύθι… […]
«Από την εκστρατεία στην Αφρικανική ήπειρο θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό. Το ονομάζω “λουλλουπούθκια” και θα καταλάβετε μετά το γιατί.
Σε αυτό αναμειγνύω τον χωριανό μας τον Ανδρέα Χατζηπαρασκευά από τη Θεοτόκου. Ήταν στρατιώτης στο τμήμα το δικό μου. Εγώ ήμουν τότε λοχίας. Το τμήμα μου αποτελείτο από 120 στρατιώτες και ογδόντα οχήματα. Βρισκόμαστε στη Λιβύη. Είχα πάρει εντολή στις μετακινήσεις μας με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα να μένω τελευταίος για να ελέγχω ότι δεν έχουμε απώλειες. Ο αρχηγός μας ήταν μπροστά και εγώ είχα διαταγές να μένω πίσω να επιβλέπω. Στην πορεία έβλεπα ένα στρατιωτικό δικό μας αυτοκίνητο το οποίο ξέκοβε από τα άλλα και έμενε πίσω. Έπρεπε να δω τι συμβαίνει, να το βοηθήσω. Ήταν περίπου απόγευμα, οπότε αν δεν επρολάβαινα να το βοηθήσω θα έμενε πίσω από την πομπή που προχωρούσε. Έκοψα ταχύτητα και με έφτασε. Εγώ είχα γνώσεις μηχανικής, εδιόρθωσά το. Εμπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και εξεκινήσαμε.
Βρισκόμαστε βορειοανατολικά εις την περιοχή του Τομπρούκ (το Τομπρούκ είναι ένας μεγάλος λιμένας και εκρατείτο από τους Γερμανούς). Με την καθυστέρηση για τη βοήθεια στο άλλο αυτοκίνητο, χάσαμε χρόνο. Οπότε επρεπε να φροντίσω να φτάσουμε την αυτοκινητοπομπή μας πριν να νυκτώσει. Επροχωρούσαμε. Ο Ανδρέας ο Χατζηπαρασκευάς ο χωριανός μου ήταν ο σιωφέρης μου.
Ταξιδεύοντας στη Σαχάρα όταν έβλεπες στο βάθος νόμιζες ότι ήταν θάλασσα. Ετσι φαινόταν πως είναι η περιοχή, αλλά ήταν έρημος. Τι να κάμουμε, έπρεπε να προχωρήσουμε. Φτάσαμε σε μια περιοχή. Εκεί είχε γίνει μια μάχη που διήρκεσε 4-5 μερόνυχτα. Μέρα νύχτα εβάλλαν τα κανόνια. Οι τόποι εφεγγοβολούσαν από τις κανονιές.
Προχωρώντας ακόμη λίγο, διέκρινα κάτι στο βάθος. Σκέφτηκα πως με γελούσαν ή είχαν πάθει τα μάτια μου. Μπορεί αντικατοπτρισμός. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Διερωτήθηκα τι έπρεπε να κάμουμε. Ο Χατζηπαρασκευάς επέμενε να προχωρήσουμε για να τους προλάβουμε πριν να νυχτώσει. Έτσι και εκάμαμεν. Επροχωρήσαμε λίγο. Στην πορεία μας βρήκαμε τανκς κατεστραμμένα που ακόμα έβγαζαν καπνούς. Η μάχη, νομίζω, που έγινε εκε, πρέπει να ονομάζεται η μάχη του Σιτυ Ρετέ.
Συνεχίσαμε με το αυτοκίνητό μας ακόμα λίγο. Βλέπουμε προχώματα. Τα προχώματα είχαν 2 πόδια πλάτος και ύψος ανθρώπινο. Αρχίσαμε να φοβούμαστε μήπως και πέσουμε σε κανένα πρόχωμα. Παρατηρώντας, κάτι διέκρινα στο βάθος. Το είπα στον Χατζηπαρασκευά και αυτός με αστειεύτηκε ότι βλέπω λουλλουπούθκια. Για όνομα του Θεού. Έβλεπα ένα μαυρούδι, μετά εχάνετουν. Σε άλλο σημείο, το ίδιο μαυρούδι και πάλαι να χάνεται. Τον διέταξα να σταματήσει. «Θα πάω να δω», του είπα. Πήρα το όπλο μου, άσφαιρο. Τις σφαίρες μου δεν τις είχα στο όπλο, αλλά τις είχα μέσα στην κάσια με τα εργαλεία. Κρατούσαμε 50 σφαίρες ο καθένας μας.
Κατέβηκα. Έφτασα σε ένα σημείο όπου είχε προχώματα. Πάω σε ένα πρόχωμα, βρήκα έναν πεθαμμένο. Σκεπασμένο με μπατανία. Τον σκούντηξα με το όπλο μου. Δεν κουνήθηκε. Προχωρώ σε δεύτερο πρόχωμα. Το ίδιο. Άλλος στρατιώτης πεθαμμένος. Προχωρώ ακόμα λίγο, βρήκα στο πρόχωμα πάλι σκεπασμένο κορμί με την μπατανία. Όμως η μπατανία εκινείτο. Από τις μπότες που φορούσαν οι πεθαμένοι που είδα προηγουμένως κατάλαβα ότι ήταν Γερμανοί. Και από τη στολή τους. Προτείνω το όπλο, εσηκώθηκε ο Γερμανός πάνω και επαραδόθηκεν.
Παρατηρώ πίσω μου, ο Ανδρέας με τα χέρια στις τσέπες. Έστεκε μακριά. ΄Ηθελα να του φωνάξω να πλησιάσει. Και πως βρήκαμε Γερμανούς. Έκαμα όμως μια σκέψη, πριν να του φωνάξω. Να του φωνάξω στα εγγλέζικα ή στα γερμανικά. Και αν οι Γερμανοί είναι πολλοί και καταλάβουν πως εγώ είμαι ένας άνθρωπος μόνος μου, τι θα γίνει; Είδα ότι υπήρχαν και άλλα προχώματα. Για να υπάρχουν και άλλα προχώματα θα πει ότι υπάρχουν και άλλοι, μπορεί ζωντανοί.
Γυρίζω στα γρήγορα και με τα νεψίματα διατάζω τον Γερμανό να βάλει τα χέρια ψηλά. Του πήρα το πιστόλι του και την ξιφολόγχη του. Τον κρατούσα εκεί με τα χέρια ψηλά. φώναξα στον Ανδρέα και του είπα να πάρει και το όπλο του. Επλησίασε. Προχωρούμε και οι δυό μαζί με τον αιχμάλωτο. Παρακάτω βρίσκουμε σε προχώματα Γερμανούς στρατιώτες, άλλους σκοτωμένους, άλλους ζωντανούς. Παραδίνονταν. Τους αφόπλισα. «Μαζέψαμε» 11 στρατιώτες.
Άλλο πρόβλημα τώρα με 11 αιχμαλώτους. Το αυτοκίνητο που είχαμε στη διάθεσή μας είχε τάγκι, βυτιοφόρο νερού. Πού θα τους έβαζα. Αν τους έβαζα πάνω στο τάγκι με το κούνημα του αυτοκινήτου (ήμαστε στην έρημο), θα έπεφταν κάτω. Πάνω, μέσα στη μέση του ταγκιού είναι τρύπα με στούππωμα από όπου εβάζαμε το νερό στο τάγκι. Τους έδειξα με νοήματα να ανέβουν στο τάγκι, να ξαπλώσουν και να κρατούν με τα χέρια τους γύρω από την τρύπα του νερού. Έτσι και έκαμαν.
Εν τω μεταξύ άρχισε να νυχτώνει. Έπρεπε να βιαστούμε. Ευτυχώς από τον κορνιαχτό της κίνησης της αυτοκινητοπομπής μας δημιουργηθηκαν στον αέρα «χωματσιές». Οπότε προχωρούσαμε ακολουθώντας τον κορνιαχτό.
Η Σαχάρα είναι Σαχάρα. Απέραντη. Δεν έχεις σημείο, το βουνό Πενταδάκτυλος να πούμε, να πεις κατευθύνεσαι με τον Πενταδάκτυλο ως σημείο αναφοράς. Δεν υπάρχουν δρόμοι να ακολουθήσεις. Δύσκολα. Δεν είχαμε βάση προς την οποία να κατευθυνθούμε… Όπου ενυχτωνούμαστε δινόταν η διαταγή και εστρατοπεδεύαμε.
Ακολουθώντας το κορνιαχτό των στρατιωτικών αυτοκινήτων, ενωθήκαμε με τους άλλους. Εγώ, παρέα με τον Χατζηπαρασκευά και τους 11 Γερμανούς αιχμάλωτους! Οι άλλοι συστρατιώτες μας στον καταυλισμό είχαν μάλιστα χαλαρώσει και είχαν πιεί το τσάι τους. Μόλις παρουσιάστηκα ο Ταγματάρχης (Major) με καλωσόρισε. Φώναξε του μάγειρα να με περιποιηθεί. Πιες εσύ το τσάι σου και εγώ θα τους παραδώσω. Ο ίδιος έβαλε σε σειρά τους αιχμάλωτους και πήγε να τους παραδώσει. Δεν υποψιάστηκα τίποτε. Δεν εκατάλαβα τους σκοπούς του. Του είπα να πάω και εγώ μαζί του αλλά μου είπε όχι. Μετά άρχισα να σκέφτομαι και να διερωτούμαι: Εγώ τους έφερα ως εδώ, και να τους πιάσει εκείνος να παρουσιαστεί; Ήμουν συλλογισμένος γι’ αυτή την εξέλιξη.
Εις την εβδομάδα από το περιστατικό αυτό, βγήκε η «φυλλάδα» που μας έλεγε τα νέα του στρατού και ανακοινώσεις, οδηγίες για τον πόλεμο. Εκεί έγραφε και για την αιχμαλωσία των 11 Γερμανών. Δεν άντεξα. Επήγα στον Ταγματάρχη και του παραπονέθηκα ότι είδα πως αναφερόταν το δικό του όνομα στην εφημερίδα και όχι το δικό μου. Διαμαρτυρήθηκα. Είχα δει πως μόνο το όνομά του ήταν για προαγωγή, και όχι και το δικό μου.
Ο Άγγλος όμως μου απάντησε ότι είναι ο ανώτερός μου και δεν θέλει αντιρρήσεις. Και εκδικητικά για αυτή μου την «αναίδεια» είπε πως θα βάλουν τιμωρία όσους έχουν μαζί τους λάφυρα πολέμου. Είναι αλήθεια ότι άμα ευρίσκαμε πράγματα, επιάναμεν τα ως ενθύμιο, κάποτε και από τους νεκρούς. Εφυλάαμεν τα, νεαροί όπως ήμασταν. Είχα και εγώ. Είχα ένα ράδιο, radioreceiver και εμίλας και άκουες. Είχα δύο περίστροφα, είχα την ξιφολόγχη που έπιασα από τον πρώτο Γερμανό. Ματογυάλια, διάφορα πράγματα. Κάτι πέννες-παγίδες που «ερίβκαν» οι γερμανοί μες στα σπίτια στην Βεγγάζη και στο Τομπρούκ. Την εκρατούσες στο χέρι σου και όταν επιχειρούσες να γράψεις, έκαμνεν έκρηξη και σου τραυμάτιζεν την παλάμη σου. Υπήρχαν πολλά τέτοια δώρα-παγίδες από τους Γερμανούς. Τι να κάμουμεν; Ήταν διαταγή. Θέλοντας και μη επαραδώσαμεν τα «λάφυρα»!
Τούτο έγινε στην περιοχή του Τομπρούκ, μια πόλη όπως την Κερύνεια, κατεστραμμένη εντελώς. Κατείχετο από τους Γερμανούς και εκάμναν οπισθοχώρηση. Όταν επαραδώσαμε τα λάφυρα, περίπου δύο μήνες μετά, στη φυλλάδα έγραφε ότι ο ταγματάρχης μας επαρασημοφορήθηκε!».
Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα εδώ: http://eleftheri-kythrea.com/images/Issues_pdf/100/100_Part18.pdf
Σχετικό δημοσίευμα:
Αθανάσιος Παπαϊωάννου: Ο Κυθρεώτης που πέταξε πάνω από την “Αετοφωλιά”