Του Χριστόδουλου Πέτσα στο Κυθρέας κάτοπτρον, υπό έκδοση.
Πηγή: Ελεύθερη Κυθρέα, τ. 12 (Σεπτ.-Δεκ. 1981), σσ. 129-141.
Μια από τις οικιακές ασχολίες, που ήκμασε από τα πολύ παλιά χρόνια, τόσο στην Κυθρέα, όσο και σ’ όλη την περιοχή της που αρδεύεται από την αστείρευτη πηγή του Κεφαλοβρύσου, ήταν και η εκτροφή του μεταξοσκώληκα, που απέδιδε σημαντικά κέρδη στη γεωργική παραγωγή και συνέβαλλε πολύ στην γενικότερη οικονομία της Κύπρου μας. Η αρχαιότητα της ασχολίας αυτής καταμαρτυρείται από τις πολλές παμπάλαιες συκαμιές, που ήταν φυτευμένες στις όχθες όλων των περβολοχώραφων και χωρίς σχεδόν καμμιά περιποίηση αναπτύσσοντο θαυμάσια, γιατί αρκούντο απλώς καί μόνο που απορροφούσαν άφθονο νερό από το παρακείμενο χωματένιο αυλάκι, που συχνά έτρεχε για να αρδεύσει τόσο το ίδιο το χωράφι που ήταν φυτευμένες οι συκαμιές όσο και τα γειτονικά και τα πιο κάτω χωράφια, που αναγκαστικά έπρεπε να περάσει δίπλα τους.
Οι πρόγονοί μας ασχολήθηκαν με αμίμητο ζήλο στο φύτευμα της συκαμιάς, γιατί χώρια από τα φύλλα της την άνοιξη για εκτροφή του σκουληκιού που απέδιδε το μετάξι, τα φύλλα που ξαναβλαστούσαν το φθινόπωρο, πριν κιτρινίσουν και πέσουν, δίδονταν για τροφή των ζώων του σπιτιού, αιγοπροβάτων, βοδιών κ.λπ. και μάλιστα σε εποχές που δεν υπήρχαν άλλες χλωρές τροφές. Μας έδιδε το πολύ στερεό της ξύλο, όταν γερνούσε καί ξεραίνετουν, που μπορούσαμε να κατασκευάσουμε πολύ ωραία και στερεά έπιπλα (ερμάρια, τραπέζια, καρέκλες κ.λπ.) γεωργικά εργαλεία (ζυγούς στο ζέψιμο των βοδιών για την αροτρίαση) εξαρτήματα αμαξιών κλπ. […]
Μεταξόσπορος, όπως ξεύρουμε όλοι, είναι το αυγό της πεταλούδας του μεταξοσκώληκα, τα οποία επειδή είvαι πολύ μικρά και μοιάζουν με σπόρους διαφόρων φυτών από συνήθεια τα ονομάζουμε μεταξόσπορο. Τα αυγά αυτά του μεταξοσκώληκα σαν ζωντανά που είναι, από την γέννησή τους μέχρι την εκκόλαψή τους (ξεπούλιασμα) έχουν ανάγκη από αέρα. Γι’ αυτό όλο αυτό το διάστημα έπρεπε να φυλάττονται σε μέρος ψυχρό, ευάερο και ξηρό. Τέτοια μέρη ήταν τα ορεινά και κυρίως το χωριό της Μαραθάσας. Οι παραγωγοί του σπόρoυ του μεταξοσκώληκα ήταν από το χωριό αυτό, όπου εγίνοντο εκτεταμένες εκτροφές του μεταξοσκώληκα. […]
Στα ορεινά δωμάτια που ξεχειμώνιαζε ο μεταξόσπορος έπρεπε να μην ανάβεται φωτιά ή λάμπα, να μην συγκοινωνούν τα δωμάτια αυτά με άλλα παραπλήσια για αποφυγή της ύψωσης της θερμοκρασίας, να μην κοιμώνται πρόσωπα για αποφυγή της μεταβολής της θερμοκρασίας και του μολυσμένου αέρα της αναπνοής. Έπρεπε ακόμη να μην είναι υγρό, γιατί η υγρασία θα κατέστρεφε αργότερα την εκκόλαψη. Ιδιαίτερη προσοχή ελαμβάνετο στην περίοδο που εχρειάζετο ένα μήνα να γίνει η εκκόλαψη, δεν έπρεπε κατ’ ουδένα λόγο να ανεβοκατεβαίνει η θερμοκρασία, γιατί τότε θα βούρκαζαν τα αυγά και θα καταστρέφετο η εκκόλαψη. […]
Άμα περνούσε ο καιρός της διαχειμάσεως στα ορεινά μέρη και ήθελε περίπου ένα μήνα να γίνει το ξεπούλιασμα, ο μεταξόσπορος έπρεπε να μεταφερθεί στα πεδινά μέρη και στην Κυθρέα και τα περίχωρα. Στην Κυθρέα οι έμποροι που εκμεταλλεύοντο τον μεταξόσπορο ήταν στα παλιά χρόνια ο Αντώνης Φραγκούδης και Κυριάκος Λεμονοφίδης και στα νεώτερα χρόνια ο Χριστόδουλος Παυλίδης μαζί με τον γιο του Ανδρέα, ο Κύπρος Σάββα και αργότερα ο Αριστόδημος Μαλαός, ο ιδρυτής του Κινηματογράφου «ΑΠΟΛΛΩΝ» Κυθρέας. […] Οι Κυθρεώτες έμποροι συνήθως επρομηθεύοντο μεταξόσπορο από την Εταιρεία Παπουτέ και τον Ταλιαδώρον, που ήσαν όλοι κάτοικοι Καλοπαναγιώτη. […]
Πουλούσαν τον μεταξόσπορο από μισό ως ένα σελίνι το δράμι, 6-8 σελίνια το κουτί των 8 δραμ. γιατί μερικές οικοκυρές αγόραζαν απ’ ευθείας τον σπόρον και το ξεπούλιασμα το έκαναν οι ίδιες. Μα οι πιο πολλές οικοκυρές προτιμούσανε το έτοιμο ξεπουλιασμένο σκουλήκι για αποφυγή κόπου και ταλαιπωριών, που συνεπήγετο το ξεπούλιασμα. Γι’ αυτό τα μεγαλύτερα ποσά μεταξοσπόρου εξεπουλιάζοντο από τους ντόπιους προμηθευτές που ακολουθούσαν οπωσδήποτε επιστημονικό τρόπο με τη χρήση του πρακτικού εκκολαπτηρίου.
Με το ξύλινο αυτό εκκολαπτήρι με ασήμαντα έξοδα (200 δράμια λάδι και 2 κουτιά ιταρέδες) μπορούσαν να εκκολάψουν με πολύ καλήν επιτυχίαν μέχρι 50 κουτιά μεταξοσπόρου των 8 δραμίων το καθένα. Μέσα στο εκκολαπτήρι έβαζαν το θερμόμετρο για να κανονίζεται η θερμοκρασία και ποτήρι με νερό για να παράγεται η απαιτούμενη υγρασία για το καλό άνοιγμα του μεταξοσπόρου.
Το πρακτικό τούτο εκκoλαπτήρι ήταν ένα συνηθισμένο ξύλινο κιβώτιο που είχε όγκον 1 1/2 κυβικό μέτρο. Εσωτερικά ήταν επενδεδυμένο με λαμαρίνα και εχωρίζετο με τελάρα σε 5 πατώματα, όπου έμπαινε ο μεταξόσπορος 1Ο κουτιά σε κάθε τελάρο, ολικά 50 κουτιά των 8 δραμίων. Το κάτω πάτωμα ήταν από λαμαρίνα. Στο κάτω μέρος του κιβωτίου και κάτω από την λαμαρίνα έμπαινε το δοχείο με λάδι που άναβε ιταρές για να παράγει την θερμοκρασία που εχρειάζετο. […]
Η θερμοκρασία στο εκκολαπτήρι άρχιζε από τη θερμοκρασία του δωματίου όπου βρίσκονταν οι μεταξόσποροι στις τελευταίες μέρες προ της εκκόλαψης και υψωνόταν 1-1 1/2 βαθμούς κάθε μέρα, μέχρις ότου έφθανε στους 250 που τους διατηρούσαν πια σταθερούς μέρα και νύκτα μέχρις ότου τέλειωνε η εκκόλαψη. Η θερμοκρασία έπρεπε να υψώνεται και να διατηρείται κανονική, γιατί αν έπεφτε απότομα θα εψύχοντο οι σπόροι και μπορούσαν να βουρκάσουν, αν δε υψωνόταν πιο πάνω από το πρέπον, οι σκώληκες θα εξαντλούντο, αδυνατούσαν και όταν δεν εύρισκαν καλή περιποίηση στις νηστείες ή το κλάδωμα ωρισμένως θα απέθνησκαν.
Όταν πλησίαζαν οι μέρες της εκκόλαψης ο μεταξόσπορος άλλαζε χρώμα και από σταχτής γινόταν άσπρος (ξάσπριζε) . Γινόταν η εκκόλαψη στις πρωινές ώρες και διαρκούσε 3-4 μέρες σε μια έπιτυχεμένη εκκόλαψη. Την πρώτη μέρα εκκολάπτοντο λίγα σκουλήκια, την δεύτερη και τρίτη περισσότερα και την τέταρτη πιο λίγα. Όσοι σπόροι έμεναν μετά την τέταρτη μέρα απερρίπτοντο, γιατί αν έμεναν δεν θα ξεπούλιαζαν, ή αν ξεπούλιαζαν θα ήταν ακατάλληλοι για εκτροφή. […] Όταν άρχιζαν να βγαίνουν πολλοί σκώληκες στα τελάρα που ήταν απλωμένοι οι σπόροι άπλωναν πάνω από τα σκουλήκια ένα κομμάτι τούλι και πάνω σ’ αυτό έβαλλαν τρυφερά λεπτοκομμένα φύλλα μουριάς. Τα σκουλήκια τότε προσελκύονταν από την μυρωδιά των φύλλων, περνούσαν τις τρύπες του υφάσματος και μαζεύονταν στα φύλλα, που έτρωγαν αχόρταγα. Έτσι ο παραγωγός μπορούσε να τα μαζεύει πιάνοντας τα φύλλα από τόν μίσχο και μεταφέροντάς τα, τα τοποθετούσε σε πανέρια ή τατσιές που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο. Στη θέση των φύλλων που εσηκώνονταν, τοποθετούσαν άλλα τρυφερά φύλλα και όταν γέμιζαν και αυτά σκουλήκια, τα σήκωναν όπως και πρώτα. Το μάζεμα τούτο των σκουληκιών εξακολουθούσε μέχρι το μεσημέρι, οπότε σ’ όλα τα σκουλήκια που μαζεύτηκαν εδίδετο το πρώτο γεύμα με ψιλοκομμένα τρυφερά φύλλα άγριας μουριάς, πού σκορπίζονταν σ’ όλη την έκταση, που ήταν συναγμένα τα σκουλήκια. Η ίδια εργασία συνεχιζόταν και τις επόμενες 2-3 μέρες μέχρις ότου συμπληρωνόταν όλη η εκκόλαψη.
Ο παραγωγός μετά που άρχιζε η εκκόλαψη συμπύκνωνε όλο το σπόρο των 5 τελάρων που εναπέμεινε στα τρία τελάρα και στα υπόλοιπα δύο που έμεναν αδειανά έμπαινε νέος σπόρος και η εκκόλαψη συνεχιζόταν, με τον παλιό σπόρο στα τρία τελάρα και τον νέο σπόρο στα δύο, μέχρις ότου συμπληρωθεί όλη η ποσότητα του σπόρου που προοριζόταν να εκκολαφθεί.
Οι εμπορευόμενοι τον μεταξοσκώληκα στην Κυθρέα άμα συμπληρούτο ολότελα η εκκόλαψη και αφού έτρεφαν για πολύ λίγες μέρες το καματερό στο σπίτι τους, τότε άρχιζε η πώληση. Καθ’ ένας είχε τις πελάτισσές του, που έτρεχαν να προμηθευτούν ανάλογη ποσότητα με τα συκαμιόφυλλα που διέθεταν. Η πώληση εγίνετο κατ’ εκτίμηση με το μάτι. Ξεχώριζαν ένα κομμάτι που υπολόγιζαν σε δράμια και το κέρδος τους κυμαΙνετο μεταξύ 70-80% στο ποσό που αγόραζαν τον μεταξόσπoρo. Ήταν κέρδος σημαντικό, γιατί διέθεταν αρκετό κόπο και εντατική προσοχή για να φθάσουν σε επιτυχεμένη εκκόλαψη από την οποίαν εξαρτούντο πολύ και η επιτυχία της εκτροφής και απόδοσης.
Σε πολλές περιπτώσεις επεκρατούσε το συνεταιρικό σύστημα μεταξύ του προμηθευτή και του γεωργού. Ο προμηθευτής ξεχώριζε ένα κομμάτι καματερού των 4 δραμίων, το έδινε στον γεωργό χωρίς να πληρώσει την αξία του, το έτρεφε και το περιποιόταν μέχρις ότου κλαδώσει. Μετά το ξεκλάδωμα καλείτο ο προμηθευτής, ζύγιζε τα κουκούλια και έπαιρνε 20% της παραγωγής και άφηνε το 80% στον έκτροφέα του μεταξοσκώληκα. […]
Σπουδαία συνέβαλαν στην πρόοδο και επιτυχία της σηροτροφίας και τα Δημοτικά Σχολεία που μπορούσαν να κάμουν εκτροφή μεταξοσκώληκα,μ όπως στην Κυθρέα. Εστέλλετο στην κατάλληλη εποχή μεταξόσπορος 1-2 δράμια από το Τμήμα Γεωργίας, εγένετο η εκκόλαψη με το συνηθισμένο ξύλινο κιβώτιο και στη συνέχεια ακολουθούσε η εκτροφή, όλα υπό την καθοδήγηση της οικείας δασκάλας. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν την εκτροφή μέχρι που κλάδωνε και ξεκλάδωνε ο μεταξοσκώληκας. Και εδώ δεν έλειπαν οι επισκέψεις αρμοδίων λειτουργών του Τμήματος Γεωργίας, που με τις οδηγίες και παρατηρήσεις τους συνέβαλλαν να εξασφαλισθεί ένας ορθός επιστημονικός τρόπος εκτροφής, να γίνει κτήμα των μαθητριών και να συνεχισθεί στο σπίτι μετά την αποφοίτησή τους από το σχολείο.
Το σπίτι που θα εγίνετο η εκκόλαψη, όπως και το σπίτι της εκτροφής του μεταξοσκώληκα, έπρεπε να είναι ευρύχωρο, να μην είναι υγρό, να αερίζεται καλά και να μπορεί εύκολα να απολυμανθεί. Σε τέτοιο σπίτι τα σκουλήκια αερίζονταν καλά, ετρέφοντο καλύτερα και εγίνονταν εύρωστα και ζωηρά και δεν προσβάλλονταν από αρρώστειες. […] Οκτώ μέρες πριν αρχίσει η εκκόλαψη του μεταξόσπρου το δωμάτιο εκαθαρίζετο καλά με όλα τα σύνεργα της εκκόλαψης και εκτροφής (εκκολαπτήρι, καλαμωτές, στηρίγματα, καλάθια, κλπ.) ερραντίζοντο όλα με πλύση 3 οκ. θειϊκού χαλκού (γαλαζόπετρα) σε 100 οκ. νερό και κατόπι το δωμάτιο ασβεστώνετο με διάλυση 20 οκ. ασβέστη σε 100 οκ. νερό. Πριν ακόμη στεγνώσει το δωμάτιο κλείνονταν θύρες και παράθυρα και καίονταν στο δωμάτιο 2 1/2 οκ. θειάφι σε μαγγάλι με καλοαναμμένα κάρβουνα. Οι καπνοί που έβγαζε το θειάφι κατέστρεφαν όλα τα μικρόβια που μπορούσε να έχει το σπίτι. Μετά από 20 ώρες το σπίτι ανοιγόταν, αεριζόταν καλά και ήταν πια έτοιμο να δεχθεί τους μεταξοσκώληκες για εκτροφή.
Οι σκώληκες για εκτροφή ετοποθετούνταν σε καλαμωτές (ψαθαρκές) που εγίνονταν με καλάμια που αφθονούσαν στην Κυθραία προπαντός στα παλιά εκείνα χρόνια της εκτροφής, αφού οι όχθες των ποταμών ήταν ένας ατέλειωτος καλαμιώνας, γι’ αυτό οι επιστημονικές (τέλλενες) καλαμωτές ήταν άγνωστες στους Κυθρεώτες παραγωγούς. Τις καλαμωτές σκέπαζαν με χαρτί (εφημερίδες) και μετά τοποθετούσαν τα σκουλήκια, για να μην πέφτει η «σίρπη» από τις χωρισιές των καλαμιών, προπαντός στις μικρές ηλικίες που εδίδονταν φύλλα ψιλοκομμένα. Να μην πέφτει ακόμη το κόπρι των σκωλήκων από τη μια καλαμωτή στην άλλη και ν’ αποφεύγεται μόλυνση, αν τα σκουλήκια των άνω καλαμωτών συνέπεσε να μολυνθούν, γιατί οι καλαμωτές στηρίζονταν η μια πάνω από την άλλη σε στηρίγματα, που ήταν στερεωμένα στο πάτωμα του δωματίου και συνδεδεμένα αναμεταξύ τους.
Θεωρείτο σπουδαίο επίτευγμα στη εκτροφή του μεταξοσκώληκα αν επετύγχανε ο σηροτρόφος, την ταυτόχρονη ανάπτυξη των σκουληκιών, γιατί έτσι θα έτρωγαν, θα νήστευαν, θα αποδερματώνονταν και κλάδωναν πάνω κάτω στον ίδιο χρόνο. Για να κατορθωθεί τούτο όσοι αγόραζαν ξεπουλιασμένο καματερό έπρεπε να επιμένουν να τους δοθεί απ’ εκείνο που ήταν ξεπουλιασμένο την ίδια μέρα. Ο εμπορευόμενος τον ξεπουλιασμένο μεταξοσκώληκα, για να ανταποκριθεί στην επιθυμία αυτή των πελατών του, έπρεπε να τοποθετεί όλο το καματερό που ξεπούλιασε την πρώτη μέρα σε μια καλαμωτή, εκείνο που ξεπούλιασε τη δεύτερη μέρα σ’ άλλη καλαμωτή και εκείνο που ξεπούλιασε την τρίτη μέρα σ’ άλλη και να σημειώνει σε κάθε μια καλαμωτή: 1η ημέρα, 2η ημέρα, 3η ημέρα.
Για να συνεχισθεί όμως η ταυτόχρονη ανάπτυξή των έπρεπε ο σηροτρόφος σε κάθε πρώτο «ξεσίρπισμα» (ανάπτυξη) οι αδύνατοι να μαζεύονται και να τοποθετούνται σε ψηλότερες ξεχωριστές καλαμωτές. Η τοποθέτηση σε ψηλότερες καλαμωτές εξαιτίας της πιο ψηλής θερμοκρασίας τούς άνοιγε την όρεξη, τρέφονταν καλύτερα, αναπτύσσονταν πιο εύκολα και μπορούσαν να εξισωθούν μαζί με τους άλλους. Φροντίδα έπρεπε να λαμβάνεται επίσης ώστε να μην τους βλέπει ο ήλιος. Για να ευδοκιμήσουν ακόμη οι σκώληκες, ο σηροτρόφος έπρεπε να τους εξασφαλίζει τον κατάλληλο αερισμό στο σπίτι της εκτροφής. […] Ο επαρκής αερισμός κάμνει τις σίρπες να μη μουχλιάζουν, ανοίγει την όρεξη των σκωλήκων, τρέφονται πιo καλά, γίνονται εύρωστοι, αντέχουν στις αρρώστειες και δίδουν μεγαλύτερη απόδοση και καλύτερη ποιότητα κουκουλιών. Για τον πλούσιο αερισμό έπρεπε ν’ ανοίγονται θύρες και παράθυρα όταν ο καιρός ήταν καλός, αλλά να λαμβάνεται οπωσδήποτε πρόνοια ώστε να μη δημιουργούνται ρεύματα.
Σπουδαίος παράγων στη διατροφή ήταν και η διατήρηση κανονικής θερμοκρασίας. Στην πρώτη ηλικία έπρεπε να είναι 23 βαθμοί, στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη 22 βαθμοί και στην πέμπτη 21 βαθμοί. Κατά τη διάρκεια όμως κάθε νηστείας έπρεπε να χαμηλώσει ακόμη ως 1-2 βαθμούς. Πιο χαμηλή από την πιο πάνω θερμοκρασία παράτεινε τη ζωή των σκωλήκων, σπαταλούνταν έτσι περισσότερα φύλλα και τους εξέθετε σε προσβολές από αρρώστειες. Πιο ψηλή θερμοκρασία συντόμευε μεν τη ζωή τους αλλά τους εξαντλούσε και επροσβάλλοντο από τη μαλάκυνση (μαύρισμα) και έδιδαν μετάξι πολύ χονδρό και συνεπώς κατώτερης ποιότητας.
Η τροφή του μεταξοσκώληκα είναι τα συκαμιόφυλλα, φύλλα της μουριάς, τα άγρια και τα ήμερα. Στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη ηλικία δίδονταν συνήθως άγρια, ακόμη και στις άλλες ηλικίες, γιατί αυτά ήταν λεπτά και ευκολοχώνευτα. Ήταν ακόμα πιο θρεπτικά, γιατί είχαν λιγότερη ποσότητα νερού από τα ήμερα. Τα σκουλήκια, που τρέφονταν σ’ όλες τις ηλικίες τους με άγρια, έδιδαν κουκούλια βαρύτερα με περισσότερο και λεπτότερο μετάξι. Τα φύλλα της ήμερης συκαμιάς δίδονταν συνήθως στην τέταρτη ηλικία και πιο καλά εναλλάξ με τα άγρια. Γενικά τα καλύτερα φύλλα για εκτροφή ήταν των συκαμιών εκείνων που ήταν εκτεθειμένες περισσότερο στον ήλιο, αερίζονταν καλύτερα, ήταν καλά περιποιημένες (ποτίσματα, τσαππίσματα, λιπάσματα, κλαδέματα) και βρίσκονταν σε ξηρικά εδάφη.
Τα φύλλα μετά το μάζεμά τους δεν εδίδονταν αμέσως στους σκώληκες, άλλα απλώνονταν 4-8 ώρες σε δροσερό δωμάτιο, πάνω σε καλαμωτές, ψαθιά ή σινδόνια σε λεπτά στρώματα, γιατί έτσι απέβαλλαν μεγάλο μέρος της υγρασίας τους. Ο ακριβής χρόνος που θα έμεναν τα φύλλα απλωμένα εξαρτάτο από την ηλικία των σκουληκιών και την περιεκτικότητά τους σε νερό. Τα φύλλα μαζεύονταν το πρωί μετά που έπεφτε η νοτιά (υγρασία) και το δειλινό, ουδέποτε όμως στις ζεστές ώρες, γιατί τότε μαραίνονταν και «σύβραζαν» εύκολα. Εκείνα που μαζεύονταν το πρωί, δίδονταν μετά το μεσημέρι και εκείνα, που μαζεύονταν ύστερα από το μεσημέρι παρέχονταν το πρωί της επόμενης μέρας.
Τα φύλλα ποτέ δεν μαζεύονταν ύστερα από βροχή άλλα περίμεναν να τα μαζέψουν μετά που εξατμιζόταν καλά το νερό της βροχής. Κατά τη συλλογή και μεταφορά τους δεν έπρεπε να πιέζονται σε κοφίνια ή σακκούλες, γιατί τότε ζεσταίνονταν, ίδρωναν και «σύβραζαν». Τέτοια συβρασμένα φύλλα ουδέποτε μπορούσαν να διορθωθούν και έπρεπε να μην δοθούν στα σκουλήκια, γιατί αν δίδονταν ορισμένως τα σκουλήκια θα πάθαιναν μαλάκυνση (μαύρισμα).
Για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων προερχομένων από 8 δράμια μεταξόσπορου χρειάζονταν περίπου 800 οκάδες φύλλα. Στις δύο πρώτες ηλικίες δινόταν τροφή 6-8 φορές το μερονύχτι (λίγη και συχνή τροφή), στις επόμενες δε τρεις ηλικίες 4 φορές το μερονύχτι (πολλή και αραιή τροφή). Ήταν εσφαλμένη η αντίληψη που είχαν πολλοί, πως στις μικρές ηλικίες τα σκουλήκια δεν χρειάζονταν πολλή τροφή. Απεναντίας η καλή περιποίηση (τροφή, αραίωμα, αερισμός) στις πρώτες ηλικίες τα έκανε δυνατά, άντεχαν στις αρρώστειες, κλάδωναν σε λίγες μέρες και έδιναν κουκούλια παχύτερα, που ζύγιζαν περισσότερες οκάδες.
Για την επιτυχία της εκτροφής εκτός από την τροφή, τον αερισμό και τη θερμοκρασία, έπρεπε τα σκουλήκια στις καλαμωτές να είναι αραιά, έτσι που να μην αγγίζει το ένα πάνω στο άλλο, προ πάντων στις μικρές ηλικίες. Το αραίωμα σ’ όλες τις ηλικίες ήταν απαραίτητο, γιατί έκανε σκουλήκια εύρωστα, που άντεχαν στο κλάδωμα αν δεν διαθέταμε αρκετό χώρο για το αραίωμα. Πολλοί είχαν την εσφαλμένη αντίληψη, πως τα σκουλήκια στις πρώτες τους ηλικίες έπρεπε να είναι πολύ πυκνά για να ζεσταίνονται. Οι παραγωγοί για ν’ αραιώσουν τα σκουλήκια όταν ήταν ακόμα μικρά έβαζαν σ’ αυτά φύλλα, όταν ήταν μεγάλα έβαζαν μεγάλα κλαδιά με φύλλα και όταν ανέβαιναν σ’ αυτά πολλά σκουλήκια τα μετατόπιζαν, είτε σε ξέχωρο μέρος είτε στο ίδιο μέρος, αλλά αραιώνοντάς τα.
Στην όλη περιποίηση του μεταξοσκώληκα συνέτεινε πολύ η αλλαγή της στρωμνής (ξεσίρπισμα). Τούτο έπρεπε να γίνεται τουλάχιστον μια φορά, ύστερα από κάθε αποδερμάτωση (νηστεία). Στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ηλικία μια φορά (η πρώτη ηλικία δεν χρειαζόταν καθόλου ξεσίρπισμα). Στην πέμπτη ηλικία μπορούσε το ξεσίρπισμα να γίνει δύο φορές. Κατ’ αυτή τα σκουλήκια άφηναν πολλά περιττώματα, στις στρωμνές, έμεναν παραπάνω σίρπες, αναπτυσσόταν περισσότερη υγρασία, που τις έκανε να μουχλιάζουν και να βλάπτουν την υγεία των σκουληκιών. Πολλοί στην πέμπτη ηλικία δεν έκαμναν δεύτερο ξεσίρπισμα, αλλά προτιμούσαν να κοσκινίζουν ασβέστη πάνω στα σκουλήκια μισή ώρα πριν δώσουν σ’ αυτά τροφή. Ο άσβεστης απορροφούσε την υγρασία, διατηρούσε ξηρές τις σίρπες, σκέπαζε τα τυχόν ψόφια ή ασθενικά σκουλήκια, ακόμη και τα περιττώματα και έτσι προλαμβανόταν η μετάδοση ασθενειών. Στο ξεσίρπισμα τα σκουλήκια μεταφέρονταν σ’ άλλη καθαρή ψαθαριά. Η μεταφορά γινόταν με τον ίδιο τρόπο όπως και το αραίωμα.
Μετά το ξεσίρπισμα όλες οι σίρπες με τα χαρτιά έπρεπε να μεταφερθούν μακριά από το σηροτροφείο, να καούν ή να ταφούν. Ουδέποτε όμως έπρεπε να φυλαχθούν για να δοθούν τροφή στα ζώα, γιατί έτσι διατηρούσαν το μικρόβιο, που πρόσβαλλε το μεταξοσκώληκα τον επόμενο χρόνο.
Ο μεταξοσκώληκας από το χρόνο της εκκόλαψης μέχρι του κλαδώματος έκανε 4 αποδερματώσεις (νηστείες). Η πρώτη και δεύτερη διαρκούσε 20-30 ώρες και η τρίτη και τέταρτη 40-60 ώρες, ανάλογα με τη θερμοκρασία του σηροτροφείου (λιγότερες ώρες σε ψηλή και περισσότερες σε χαμηλή θερμοκρασία). Κατά τη νηστεία το σκουλήκι έμενε ακίνητο σταματούσε να τρώγει και έχανε την ζωηρότητά του. Στερεωνόταν με τα μικρά μετάξινα νημάτιά του στις σίρπες και έκανε την αποδερμάτωσή του (ξενήστευε). Η παροχή της τροφής δινόταν όταν ξενήστευαν όλα για να κρατηθεί η ισομερής ανάπτυξη των σκουληκιών, που είχε αρχίσει με το ξεπούλιασμα, όπως αναφέραμε προηγούμενα.
Οι 4 αποδερματώσεις χώριζαν τη ζωή των σκωλήκων σε 5 ηλικίες. Η μεγαλύτερη δουλειά του εκτροφέα γινόταν στην πέμπτη ηλικία, όταν ξενήστευε, όπως έλεγαν στην κοινή γλώσσα, «εξυπνούσε από το φάν του». Σ’ αυτή την ηλικία ο μεταξοσκώληκας είχε ανάγκη μπόλικης τροφής και έτρωγε τη μεγαλύτερη ποσότητα των φύλλων όλης του της ζωής. Όλη η οικογένεια ασχολείτο με την προμήθεια των φύλλων και δεν μπορούσε να τον προλάβει, γι’ αυτό μικροί και μεγάλοι έπρεπε να βρίσκονται στο πόδι για να προφθάσουν. Σωστό πανηγύρι γινόταν κυριολεκτικά στα χωράφια. Ο πατέρας με το ψαλίδι και το τσεκούρι έκοβε κλαδιά με φύλλα της μουριάς στηριζόμενος σε μια ξύλινη σκάλα και τα έριχνε κάτω στη γη. Κόρες και γιούδες τα μάζευαν και τα έδεναν με μια γερή βέργα συκαμνιάς και έκαναν φορτία. Φορτώνονταν κατόπιν σε ζώο με σαμάρι για να μεταφερθούν στο σπίτι. Εκεί, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους γέρους και τις γριές, ασχολούνταν με το λούβημα των φύλλων και το ξεχώρισμά τους από τα κλαδιά. Τα φύλλα στη συνέχεια απλώνονταν στις ψαθαρκές, στα σεντόνια, για μερικές ώρες και ύστερα να δοθούν στο μεταξοσκώληκα. Οι μεγαλύτεροι έπρεπε να ρίξουν κανονικά τα φύλλα, που κυριολεκτικά τα κατασπάραζε ο μεταξοσκώληκας σε λίγη ώρα και χορτασιά δεν είχε.
Η εντατική αυτή εργασία διαρκούσε 8-10 μέρες από το ξενήστευμά του και ήταν η πιο κοπιαστική και αγωνιώδης εργασία για όλη την οικογένεια, γιατί ήταν ασταμάτητη και γεμάτη αγωνία για την κρίσιμη αυτή ηλικία που μπορούσε εύκολα να προσβληθεί από αρρώστειες. Κόποι όμως και ταλαιπωρίες εύκολα ξεχνιούνταν, όταν η εκτροφή σημείωνε πλήρη επιτυχία. […]
Οι σκώληκες άμα περνούσαν την ηλικίαν αυτή των 8-10 ημερών και έτρωγαν τα ανάλογα φύλλα, ξαφνικά σταματούσαν να τρώγουν, γίνονταν πιο λεπτοί και το δέρμα τους διαφανές. Τότε άρχιζαν να τρέχουν δεξιά και αριστερά με σηκωμένη την κεφαλή και από το στόμα τους έβγαζαν μετάξινα νημάτια. Με αυτή τη συμπεριφορά τους οι σκώληκες ήθελαν να μας δείξουν πως τέλειωσε πια η ζωή τους και ήθελαν να «κλαδώσουν». Χωρίς αναβολή έπρεπε τότε να στηθούν κλαδιά στις καλαμωτές για να καταφύγουν εκεί και να φτιάξουν με όλη τους την ησυχία το κουκούλι. Χωρίς αυτά οι σκώληκες θα σκορπούσαν το μετάξι τους στις σίρπες και τις καλαμωτές και θα χανόταν.
Στην Κυθρέα χρησιμοποιούσαν κλαδιά από χαμομηλιά, θρουμπιά, πεύκους και ελιά. Έπρεπε όμως να είναι ξερά και ουδέποτε χλωρά, γιατί τότε θα προσθέταμε υγρασία στο σηροτροφείο, που έβλαπτε τα σκουλήκια. Τα κλαδιά, στήνονταν όρθια, φουντωτά στο πλάτος των καλαμωτών και σε γραμμές που απείχαν 2 πόδια η μια γραμμή από την άλλη. […] Σε μια κανονική εκτροφή τα σκουλήκια μπορούσαν να κλαδώσουν σε 1-2 μέρες, από την τοποθέτηση του κλαδιού στην καλαμωτή. […]
Άμα περνούσαν 8-10 μέρες μετά το κλάδωμα, τότε άρχιζε το ξεκλάδωμα. Τα κουκούλια μαζεύονταν από τα κλαδιά, καθαρίζονταν από τις εξωτερικές χονδρές κλωστές, και αφού ξεχώριζαν τα διπλά και τα μαλακά (τσιλφνά), απλώνονταν σε λεπτά στρώματα για να αερίζονται καλά και τότε ήταν έτοιμα για πώληση.
Η πώληση έπρεπε να μην καθυστερήσει, γιατί κάθε μέρα που περνούσε από το ξεκλάδωμα τους έχαναν βάρος, στις 100 οκ. μια οκά. Από ένα κουτί των 8 δραμιών μεταξόσπορου, σε μια επιτυχημένη εκτροφή, μπορούσε να αποδώσει 40-50 οκ. κουκούλια, που μπορούσαν να πωληθούν 4-6 σελ. την οκά, δηλ. £10-15. […]
Τα κουκούλια που προορίζονταν για μετάξι, εκτίθεντο μερικές ώρες στον ήλιο και τούτο για να θανατωθεί η χρυσαλλίδα και να μην μπορεί να τρυπήσει το κουκούλι και να βγει έξω. Τακτικοί μεταξάδες που κατέβαιναν από την Κακοπετριά, άμα ερχόταν η εποχή να βγει το μετάξι, ήταν ο Στυλλής ο μεταξάς (πατέρας του συνταξιούχου δασκάλου κ. Αντώνη Χριστοδουλίδη), ο Χ”Σάββας, ο Θεορής, ο Θεμιστοκλής (πατέρας του πρώην Μητροπολίτη Κερύνειας κ. Κυπριανού) και άλλοι από διάφορα άλλα μέρη.
Γύρω από το εργαστήρι γινόταν καθημερινά σωστό πανηγύρι με τις γυναίκες που έρχονταν από νωρίς για να κρατήσει ο μεταξάς τη σειρά τους, γράφοντας μια προς μια στον κατάλογο της μέρας το όνομά τους. Δεν έπρεπε να γίνει λάθος και παρεξηγήσεις, γιατί καθένας είχε τις πελάτισσες του που εξυπηρετούσε κάθε χρόνο. Το εργαστήρι ήταν ένα διπλό κτιστό καμίνι που γινόταν με πλινθάρια κι αχυροπηλό. Στο απάνω του μέρος στερεωνόταν μια μεγάλη χάλκινη λεκάνη, την οποία εφρόντιζε ο μεταξάς να γανώσει με καλάι εκ των προτέρων για να διατηρείται ολοκάθαρη. Η λεκάνη αυτή γεμιζόταν με νερό και κάτω από αυτή, στο βάθος του καμινιού άναβε φωτιά, που διαρκώς τροφοδοτείτο με χονδρά καυσόξυλα και το νερό θερμαινόταν και έβραζε διαρκώς. Στο θερμό αυτό νερό τοποθετούνταν τα κουκούλια, που προορίζονταν για μετάξι. Τα κουκούλια στο βραστό νερό μαλάκωναν και ο μεταξάς με το καλαμίδι (βέργα ροδοδάφνης από την οποίαν αφαιρείτο ο φλοιός και γινόταν λεία και γυαλιστερή) τα ανάδευε διαρκώς. Με το μαλάκωμα και το ανάδευμα διαλυόταν η μεταξόκολλα που συγκαρατούσε στο κουκούλι το μετάξι οπότε η κλωστή του μεταξιού ξεχώριζε από κάθε κουκούλι.
Στη συνέχεια ένωνε τις κλωστές αυτές των κουκουλιών μεταξύ τους. Ήταν πολύ λεπτές όπως τις εσχημάτισε το σκουλήκι στο κλάδωμά του. Η κλωστή αυτή του μεταξιού μεταφερόταν στο μπροστινό μέρος του καμινιού, όπου περνούσε από 4 καρούλια στερεωμένα στο ροδάνι με τους γάντζους και στη συνέχεια τυλιγόταν στο δουλάπι που το γύριζε διαρκώς η γυναίκα που είχε σειρά για να βγάλει το δικό της μετάξι. Τα 4 νήματα που τυλίγονταν στο τουλάπι σχημάτιζαν στο τέλος τα «βρουλλιά» του μεταξιού, που τα έβγαζε και τα τύλιγε κατάλληλα ο μεταξάς για να μπορούν εύκολα να βγαίνουν στη ανέμη όταν βραδύτερα θα υφαίνονταν για τα διάφορα είδη των μεταξωτών. Τα 4 αυτά βρουλλιά στο υπολογίσιμο τους πάχος ζύγιζαν μια οκά μετάξι. Χαρακτηριστικό είναι πως η κλωστή που έβγαινε από κάθε κουκούλι μπορούσε να φθάσει τα 1000 μέτρα.
Ο μεταξάς μπορούσε να κανονίσει το νήμα του μεταξιού, λεπτό ή χοντρό, όπως το προτιμούσε η ιδιοκτήτρια και ανάλογα με την χρήση που το προόριζε, με το να συνδέει στις κλωστές του μεταξιού λιγότερα ή περισσότερα νήματα, που με τη δεξιοτεχνία του κατόρθωνε να ξετυλίγει από τα κουκούλια. Συνήθως 7-8 οκάδες κουκούλια έβγαζαν μια οκά μετάξι. Ο μεταξάς πληρωνόταν από τη γυναίκα που κατέφευγε για να βγάλει το μετάξι για τον κόπο του 8-10 σελ. για κάθε οκά μεταξιού. Μαζί με την πληρωμή του προσφερόταν και εκλεκτό φαγητό, επίσης όλα τα ξύλα, που θα χρειαζόταν για τη φωτιά του καμινιού. Από το μετάξι οι γυναίκες ύφαιναν κατόπιν στους αργαλειούς τους ιταρέδες, τα σαττακρούτα, τα ταϊστά, τα ολομέταξα, τα τάτσιενα και τα κουκουλάρικα. […]