του Γιώργου Στ. Πετάση
Το εκκλησάκι του Αγίου Δημητριανού βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της ενορίας Χαρδακιώτισσας της Κυθρέας. Βρίσκεται στο κέντρο ενός χτήματος, κάπου 800 στρεμμάτων, που ανήκε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή. Όλη η ιερατική αυτή έκταση είναι κατάσπαρτη από θεμέλια, πέτρες, κεραμίδια, σπασμένα αγγεία, γιατί εκεί ήταν η παλιά πόλη των Χύτρων. Τα ερείπια της εκκλησίας αυτής βρίσκονται σε θέση, που σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν κάποτε η ιστορική μητρόπολη των Χύτρων. Μολονότι επίσημα δεν ξέρουμε σε ποιον είναι αφιερωμένο το εκκλησάκι, η ονομασία του είναι το εκκλησάκι του Αγίου Δημητριανού.
Γιόρταζε στις 6 του Νιόμβρη, κάθε χρόνο, μέρα της μνήμης της γιορτής του Αγίου Δημητριανού, Επισκόπου των Χύτρων. Τη γιορτή τελούσε κάθε χρόνο η ενορία Χαρδακιώτισσα της Κυθρέας. Από το πρωί χτυπούσε ρυθμικά το σήμαντρο της Παναγίας της Χαρδακιώτισσας, αντί η καμπάνα της εκκλησιάς. Πλήθη από πιστούς των δυο πάνω ενοριών της Κυθρέας, της Συρκανιάς και της Χαρδακιώτισσας, μαζεύονταν στον περίβολο της εκκλησιάς. Φορτώνονταν μετέπειτα τα ιερά σκεύη από την εκκλησιά της Παναγιάς της Χαρδακιώτισσας σ΄ένα γαϊδούρι. Στη συνέχεια ξεκινούσε η πομπή για τα ερείπια της εκκλησιάς του Αγίου Δημητριανού. Μπροστά πήγαινε ο σταυρός με τα εξαπτέρυγα και ο παπάς. Καβαλίκευε ένας το γαϊδούρι και βαστούσε μπροστά του την εικόνα του Αγίου. Μέσα στο δισάκι βρίσκονταν τα χρειαζούμενα του παπά για την τελετή της θείας λειτουργίας. Ένας άλλος τραβούσε το σχοινί του γαϊδουριού, για να μην σκοντάψει και πέσει, γιατί περνούσαν από δύσβατα μονοπάτια. Πίσω ακολουθούσε ο κόσμος, φορτωμένος με κεριά και τρόφιμα. Πριν από 25 χρόνια ακολουθούσαν και οι μαθητές των δημοτικών σχολείων. Τη μέρα εκείνη τα δημοτικά σχολεία της Κυθρέας είχαν αργία.
Η πομπή περνούσε από ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα απ’ τα λακκοβούναρα, έπαιρνε την καμηλόστρατα και περνούσε από τα χωράφια του Κωστή Καλλή. Στη συνέχεια από το Δυτζίμι κατέληγε στην τοποθεσία Άγιος Δημητριανός. Στην τοποθεσία αυτή βρίσκονται τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Δημητριανού, στους παλιούς, όπως έχουμε πει, Χύτρους.
Εκεί, στα ερείπια της εκκλησίας, χτίζανε πρόχειρα με λίθους την Αγία Τράπεζα και ο παπάς τελούσε τη θεία λειτουργία. Στο τέλος της λειτουργίας διαβαζόταν ο βίος του Αγίου, όπως τον περιγράφει ο συναξαριστής. Στο μεταξύ συμμετείχαν στη θεία λειτουργία και αρκετοί κάτοικοι των κάτω ενοριών της Κυθρέας, που είχαν έρθει από το πρωί εκεί.
Οι γιορτάρηδες ήταν αρκετοί, γιατί η γύρω περιοχή, οκτακόσια περίπου στρέμματα, ήταν ιδιοκτησία της Αρχιεπισκοπής, αλλά δεν μπορούσαν ούτε να την πωλήσουν, ούτε να τη νοικιάσουν. Τα χτήματα είχαν με ασήμαντο αντιμίσθι πολλές οικογένειες από την Κυθρέα και περιέρχονταν από οικογένεια σε οικογένεια, σαν να ήταν κτήμα τους.
Σαν τέλειωνε η λειτουργία γινόταν η απόλυση. Ο παπάς ευλογούσε τα τρόφιμα και ύστερα κάθονταν όλοι χάμω στη γη και αρχίζανε να τρώνε τα διάφορα φαγητά. Οι γιορτάρηδες κερνούσαν κρασί που είχαν προβλέψει να μεταφέρουν εκεί για να προσφέρουνε. Ο κόσμος τους ευχόταν “Χρόνια πολλά” και “από χρόνου”.
Μετά το φαγητό αναπαύονταν για λίγο και η πομπή ξεκινούσε για την επιστροφή. Προπορεύονταν και πάλι ο σταυρός και τα εξαπτέρυγα, ακολουθούσε το σήμαντρο, ο παπάς με τους ψαλτάδες και μετά δυο άτομα, που μεταφέρανε όμως τώρα την εικόνα του Αγίου κρατώντας την στα χέρια τους. Η πομπή στην επιστροφφή ακολουθούσε διαφορετικό δρομολόγιο, σε μια πορεία πέντε περίπου χιλιομέτρων. Συγκεκριμένα, περνούσε από τη συνοικία Τζουμαγιά της ενορίας Αγίου Γεωργίου. Οι νοικοκυρές βγάζαν έξω από την πόρτα το σπιτιού τους μια καρέκλα, στην οποία τοποθετούσαν κεντητό καθαρό τραπεζομάντηλο, για να τοποθετηθεί σ’ αυτό ο Άγιος. Ο παπάς σε κάθε σπίτι σταματούσε και μνημόνευε για τις ψυχές αυτών που κατοικούσαν στο σπίτι. Το ίδιο έκαμνε και στα σταυροδρόμια, μνημονεύοντας ονομαστικά και ομαδικά για όσους τα σπίτια βρίσκονταν έξω από τη διαδρομή που θα περνούσε ο Άγιος. Ο παπάς κρατούσε πάντοτε σ’ όλη τη διαδρομή στην αγκαλιά του το οστεοφυλάκιο με τα ιερά λείψανα του Αγίου. Αφού τέλειωνε το μνημόνευμα, ο κόσμος προσκυνούσε, περνούσε κάτω από το εικόνισμα του Αγίου και φιλούσε τα ιερά λείψανά του.Ο Άγιος παραλαμβανόταν και πάλι στα χέρια για να μεταφερθεί στο κάθισμα του επόμενου σπιτιού. Σ’ αυτή τη στιγμή, ο κόσμος περνούσε κάτω από το εικόνισμα.
Η πομπή στη συνέχεια έφθανε στην τοποθεσία “Βούππος”, έπαιρνε την ανηφοριά του Χατζητρύφωνα, σταματώντας φυσικά σ’ όλα τα σπίτια, και έφθανε στου Καράμανου, το τελευταίο απομακρυσμένο σπίτι της ενορίας Χαρδακιώτισσας. Απ’ εκεί πια η εκκλησιά της Παναγιάς της Χαρδακιώτισσσας απείχε μονάχα 800 μέτρα. Έτσι άρχιζε να χτυπά η καμπάνα της εκκλησιάς. Σε μια απόσταση 100 μόλις μέτρων από τα σπίτια του Καράμανου βρίσκεται ο νερόμυλος ο γνωστός σαν “γιατρός”. Μόλις η πομπή έφθανε στον νερόμυλο, ο Άγιος μεταφερόταν ίσαμε το βερκίν του λάκκου και βαφτιζόταν στα κρύα νερά του ποταμού. Τούτο οι Κυθρεώτες κάτοικοι θεωρούσαν απαραίτητο, γιατί πιστεύανε ότι, βαφτίζοντας τον Άγιο, η χρονιά θα είχε καλές και ευεργετικές βροχές. Προσέχανε όμως κατά το βάφτισμα να φθάσουν μέχρι το στήθος του Αγίου και όχι μέχρι τον λαιμό, γιατί τούτο το θεωρούσαν κακό. Κάποτε, σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα του Αγίου τους ξέφυγε και έπεσε στο βερκίν του λάκκου και την σκέπασε το νερό μέχρι το κεφάλι του Αγίου. Λέγεται γι’ αυτό πως τη χρονιά εκείνη έκαμε τόσες πολλές δυνατές βροχές, κατέβηκαν οι χείμαρροι από τον Πενταδάχτυλο, που παραλίγο να πνίξει τους κατοίκους.
Από τον μύλο “Γιατρό” αρχίζει η ενορία της Χαρδακιώτισσας. Η καμπάνα της εκκλησιάς χτυπούσε χαρμόσυνα και το σήμαντρο φυσικά που προπορευόταν της πομπής. Από το βερκί του λάκκου ο Άγιος μεταφερόταν και πάλι από σπίτι σε σπίτι – με τον παπά που εξακολουθούσε να μνημονεύει – έξω απ’ την εκκλησιά της Παναγιάς της Χαρδακιώτισσσας. Εκεί, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, μαζεύονταν οι κάτοικοι των δυο πάνω ενοριών της Κυθρέας, της Συρκανιάς και της Χαρδακιώτισσας, όσοι δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος στην τελετή, μια και τα χτυπήματα της καμπάνας τους προανάγγελαν την επιστροφή του Αγίου. Τοποθετούσαν τον Άγιο σε μια καρέκλα με κεντητό τραπεζομάντηλο. Ο παπάς ανέπεμπε δέηση και ο κόσμος, αφού προσκυνούσε το εικόνισμα του Αγίου και τα ιερά λείψανά του, περνούσε κάτω από την εικόνα.
Η τελετή τέλειωνε με τη μεταφορά της εικόνας του Αγίου μέσα στην εκκλησιά και το στερέωμά της στο εικονοστάσι της Παναγιάς της Χαρδακιώτισσσας. Ο παπάς, σ’ όλη αυτή τη διάρκεια, έψαλλε το τροπάριο του Αγίου.
Πηγή: Γιώργος Στ. Πετάσης, Η κωμόπολη της Κυθρέας, Λευκωσία 1992, σσ. 194-196.