του Φρέντυ Γερμανού, Ελευθεροτυπία Αθηνών, 1980.
Ότον το 65 πήγα για πρώτη φορά στην Κύπρο, είχα γυρίσει όλο το νησί. Και τη βόρεια
πλευρά του και τη νότια. Πιο πολύ όμως τη βόρεια …
Ίσως από κάποιο προαίσθημα.
Ένα πρωί του Αυγούστου το αυτοκίνητό μας άραξε σε ένα χωριό, με πολλές εκκληοίες
και πολλά λεμονόδεντρα που έμοιαζε να έχει ξεκολλήσει από κάποια κάρτ-ποστάλ.
«Η Κυθραία», μου είπε σχεδόν κατανυκτικά ο οδηγός.
Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε και στα αυτιά μου ηχεί ακόμα εκείνη η κατανυκτική
φωνή – μέσα στη βιβλικn ησυχία του πρωϊνού: «Η Κυθραία … ”
Μου έχει μείνει ο nχος τπς.
Και μαζί κάποιες εικόνες της Κυθραίας που ξετυλίχτηκαν αργότερα μπροστά μου κάτω
από το λαμπερό φως του Αυγούστου. τα λεμονόδεντρα. Η Χαρδακιώτισσα. Η Αγία Άννα,
η Συρκανιά. Οι τοιχογραφίες τπς Αγίας Μαρίνας.
Θυμήθηκα την Κυθραία χτες βράδυ που μου έφερε νέα της στο γραφείο μου ένας νεαρός
Κύπριος φοιτπτής.
Δεν ήρθε βέβαια να μου πει κάτι ιδιαίτερα και καινούργιο. Απλώς ότι δεν υπάρχει πια
Κυθραία. Όλα τα ελληνικά ονόματα άλλαξαν, όλη η γελαστή όψη έσβησε. Τώρα μέσα
στα δρομάκια του χθεσινού καρτ – ποστάλ κυκλοφορούν αγελάδες και μοσχάρια. Καμιά
φορά κι άνθρωποι…
«Κι οι τοιχογραφίες;» ρώτησα.
ο Φοιτητής κούνησε το κεΦάλι του:
“Πάνε”, είπε.
“Όλες”;
«Θυμάστε εκείνη τη μεγάλη τοιχογραφία στην Αγία Μαρίνα, που ερχόταν ο κόσμος απ’
όλο το νησί για να τη δει;»
«Με τον Άη Γιώργη που σκοτώνει τον δράκοντα;»
«Αυτή. Την ξύσανε όλη μ’ ένα σκαρπέλο. Και την άλλη που δείχνει τον αρχάγγελο
Μιχαήλ με το δισκοπότnρο”. Τnν ξύσανε κι’ αυτn».
«Τι απόμεινε απ’ τις εκκλnσίες τnς Κυθραίας;»
“Μόνο οι τοίχοι”.
Ξαναείδα πάλι τn λαμπερή Κυθραία, όπως είχε αναδυθεί μπροστά μου γελαστn και ανέμελn
εκείνο το πρωϊνό του Αυγούστου του ’65. Πόσο μακριά nταν τώρα εκείνο το πρωϊνό;
Δεκαπέντε χρόνια ή δεκαπέντε αιώνες;
«Η Χαρδακιώτισσα υπάρχει;” ρώτnσα.
“Εγινε τζαμί. Ξnλώσανε τnν καμπάνα τnς και πουλήσανε τις εικόνες τnς στους τουρίστες.
Και το νεκροταφείο πάει κι’ αυτό. Σκάψανε όλους τους τάφους για να βρουν χρυσαφικά.»
«Τα λεμονόδεντρα υπάρχουν τουλάχιστον;»
«Μόνο αυτά μείνανε απ’ τnν Κυθραία», είπε ο φοιτnτnς. «Αλλά κι αυτά δεν τα αφήνουν
στnν nσυχία ταυς” .
“τι τους κάνουν»;
«Οι Τούρκοι έχουν πετάξει ανάμεσά τους οστά Ελλήνων που ξέθαψαν από το νεκροταφείο.
Τώρα αν θες να περπατήσεις μέσα στα λεμονόδεντρα σκοντάφτεις σε κόκκαλα».
Ξανάδα πάλι μπροστά μου τα γελαστά λεμονόδεντρα του ’65.
“Ωστε πάει λοιπόν κι n Κυθραία;» ψιθύρισα,
«Ναι, πάει», είπε κοφτά ο νεαρός φίλος μου. Κι έφυγε απ’ το γραφείο …
Έφυγε και μ’ άφnοε μόνο μου στο γραφείο, να ταξιδεύω σε περασμένες λιακάδες- στnν
Κύπρο του ’65 …
Γύρω στα άλλα γραφεία τnς εφnμερίδας κυκλοφορούσαν τα καυτά νέα τnς nμέρας:
«Συμφωνία στnν Πολωνία με νίκn των εργατών …. Οδοφράγματα στο καστέλλι Κισσάμου… Νέα έντασn στn Μέσn Ανατολή.»
Πώς να ακουστεί μέσα σε όλα αυτά ο ψίθυρος τnς μικρής ασήμαντnς Κυθραίας; Πώς να
μιλήσεις για τον καnμένο τον Άn Γιώργn που τον ξύσανε μ’ ένα σκαρπέλο απ’ τον τοίχο
του; Για το χωριό που έσβnσε – για τον πολιτισμό που σβήνει.
Μικρές ασnμαντες ιστορίες…
Διαβάστε το χρονογράφημα αναδημοσιευμένο στο περιοδικό Ελεύθερη Κυθρέα, τεύχος 90 (Σεπτ.-Δεκ. 2007) εδώ: http://eleftheri-kythrea.com/images/Issues_pdf/90/90_Part6.pdf