Συνεισφορά στους εθνικούς αγώνες
Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1821 έδωσε την αφορμή στον διοικητή της Κύπρου Κουτσούκ Μεχμέτ να προβεί στην εκτέλεση του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και άλλων αρχιερέων, καθώς και εκατοντάδων επιφανών και άσημων πολιτών. Από τα απομνημονεύματα του Γεώργιου Κηπιάδη γνωρίζουμε ότι οι προύχοντες της Κυθρέας Χατζη-Ιωνάς και Χατζη-Αττάλας σφαγιάστηκαν μαζί με προύχοντες της Λαπήθου και του Καραβά στις 13 Ιουλίου 1821. Ανάμεσα σε αυτούς που κατάφεραν να διασωθούν και να διαφύγουν στο εξωτερικό ήταν οι Κυθρεώτες Χατζη-Πετράκης καὶ Χατζη-Πασχαλής. Ο Χατζηπετράκης ήταν από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες της Κύπρου, με σπίτι στη Λευκωσία κοντά στην Αρχιεπισκοπή. Είχε πολυμελή οικογένεια με δώδεκα παιδιά, δύο αγόρια και δέκα θυγατέρες, και κατάφερε να γλυτώσει από τις ιουλιανές σφαγές χάρη στη διαίσθησή του και με τη βοήθεια των Προξένων των ευρωπαϊκών χωρών στη Λάρνακα. Από εκεί διέφυγε στην Ευρώπη και υπέγραψε την προκήρυξη των φυγάδων Κυπρίων, του Δεκεμβρίου του 1821, με την οποία καταγγέλθηκαν οι τουρκικές σφαγές.


Ο Κυθρεώτης γαιοκτήμονας έζησε περιπλανώμενος για εννιά χρόνια σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη, προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για να μεταφέρει από την Κύπρο την οικογένειά του και να ανακτήσει την περιουσία του. Όταν τελικά πέτυχε αυτό για το οποίο αγωνίστηκε για χρόνια, το 1830, απεβίωσε λίγες μέρες κατόπιν, και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.

Πολύπλευρη ήταν επίσης η δράση του ιερέα Παπαζαχαρία Πρωτόπαπα, ο οποίος γεννήθηκε στη Χαρδακιώτισσα της Κυθρέας την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Μεγαλώνοντας κατατάγηκε στο ελληνικό ναυτικό και υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ως ναύτης, ζώντας εκ του σύνεγγυς τους αγώνες για διεύρυνση των συνόρων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ακολούθως επέστρεψε στην Κύπρο όπου νυμφεύθηκε τη Μαρία το γένος Σιούκκουλου από τη Συρκανιά, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Γύρω στα 1850-55 χειροτονήθηκε ιερέας και διακόνησε μέχρι το τέλος της ζωής του στις ενορίες της Χαρδακιώτισσας και της Συρκανιάς.

Ο Παπα-Ζαχαρίας πρωτοστάτησε μαζί με άλλους στη συλλογή χρημάτων για την ανέγερση καινούργιων εκκλησιών στη Χαρδακιώτισσα και τη Συρκανιά. Παράλληλα αγωνίστηκε εναντίον της τουρκικής αυθαιρεσίας και βαρβαρότητας, αντιστάθηκε στους γάμους Τούρκων με Ελληνίδες χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων καθώς και στους εξισλαμισμούς παιδιών από την Κωμόπολη. Αξιοσημείωτη ήταν η κοινωνική και φιλανθρωπική του δράση. Ως υπεύθυνος είσπραξης των φόρων παρείχε διευκολύνσεις στις φτωχότερες οικογένειες είτε παρατείνοντας την προθεσμία πληρωμής, είτε παρέχοντάς τους αγαθά, ή ακόμα χαρίζοντάς τους το οφειλόμενο ποσό. Γνωστότερη είναι βέβαια η πατριωτική του δράση, καθότι με τα φλογερά του κηρύγματα και την ποιμαντική του δραστηριότητα συνέβαλε στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των κατοίκων της Κωμόπολης, ενώ αργότερα στα χρόνια του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου πρωτοστάτησε στο ενωτικό κίνημα. 

 

Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μερικές από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της Κυθρέας: Ο ζωγράφος Κώστας Αβρααμίδης, ο δικηγόρος Ευρυπίδης Θεμιστός, ο γιατρός Κωνσταντίνος Κυριακίδης (Κολίτσης), ο ξυλογλύπτης, γιατρός και μετέπειτα Δήμαρχος Κυθρέας Γεώργιος Κυριακού, ο θεολόγος Χαρίλαος Παπαϊωάννου και ο εργολάβος Γιάγκος Χρυσιδιώτης. Η συμπαράσταση των Κυθρεωτών στον αγώνα εκφράστηκε επίσης με τη διεξαγωγή εθνικών εράνων. Το χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε από τις εισφορές αποστάληκε μάλιστα με συνοδευτική επιστολή προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 29 Νοεμβρίου του 1912. Τα ονόματα 250 Κυθρεωτών με τη συνολική εισφορά 190 λιρών υπέρ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού δημοσιεύτηκαν στον Κυπριακό Φύλακα στις 19 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

Οι Κυθρεώτες εξέφρασαν έμπρακτα τη συμπαράστασή τους και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), κατά την οποία γνωρίζουμε ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ο αντισυνταγματάρχης Φώτιος Πανταζής και ο εθελοντής Ερωτόκριτος Κυθρεώτης, που υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό. Υψηλό χρηματικό ποσό συγκεντρώθηκε ακόμα μια φορά στην Κυθρέα στον έρανο υπέρ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. 

Από τους καταλόγους των Κυπρίων στρατιωτών που κατατάχτηκαν αθρόα στον βρετανικό στρατό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ξεχωρίζουν τα ονόματα 70 Κυθρεωτών. Οι 44 υπηρέτησαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» (Cyprus Regiment), 23 στην «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» (Cyprus Volunteer Force), ένας στη RAF, και δύο στον στρατό της Αυστραλίας. Από αυτούς οι 35 ήταν άγαμοι, και επομένως νεαρής ηλικίας ενώ 9 ήταν έγγαμοι. Πλην ενός Αρμενίου, όλοι οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες.

Η συνεισφορά της Κυθρέας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 ήταν πολύπλευρη και σημαντική. Εκτός από την ενεργή συμμετοχή Κυθρεωτών στις τάξεις της ΕΟΚΑ, η συμπαράσταση των κατοίκων εκφραζόταν επίσης με παρελάσεις διαμαρτυρίας, συμμετοχή τους σε εθνικές εκδηλώσεις, μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού καθώς και με παροχή βοήθειας, κάλυψης και εφοδιασμού στους καταζητούμενους από το αποικιακό καθεστώς αγωνιστές.

Κρησφύγετα των αγωνιστών είχαν κατασκευαστεί και στην Κυθρέα, κυρίως στην περιοχή Κοκκινόκρεμμου, ενώ πολύτιμη ήταν η παροχή εκρηκτικών υλών από τα λατομεία της Κωμόπολης. Σημαντική ήταν τέλος η συνεισφορά των γυναικών, οι οποίες κατασκεύασαν σε ασφυκτικά περιθώρια δεκάδες ελληνικές σημαίες ή δώρισαν στους εράνους τις χρυσές τους βέρες για ενίσχυση του Αγώνα.

Πηγές:

  • Πέτρος Παπαπολυβίου, «Η συνεισφορά των κατοίκων της Κυθρέας στους αγώνες για ελευθερία και στους ελληνικούς και παγκόσμιους πολέμους (1821-1959). Μια προσπάθεια συνολικής αποτίμησης» στο Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου: Χύτροι-Κυθρέα. Χιλιάδες χρόνια ιστορίας, πολιτισμού και προσφοράς, Λευκωσία 2016, 61-82.
  • Γιώργος Στ. Πετάσης, Η Κωμόπολη της Κυθρέας. Ιστορική, Αρχαιολογική, Πολιτιστική και Λαογραφική επισκόπηση, Λευκωσία 1992, 131-132.
  • Ανθή Πέτσα-Σαββίδου, «Η Κυθρέα και οι δημότες της» στο Χοτζάκογλου Χ. & Ηλιάδης Ι. (επιμ.) Κατάλογος Έκθεσης: Κυθρέα, η γη των Χύτρων- Αρχαιότητες, κειμήλια και θησαυροί, Λευκωσία 2016, 107.