ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

“Όλα τα σπίτια έχουν τον ίδιον καημό”, του Νίκου Ορφανίδη

Κρατάω ἀκόμα ἐκεῖνα τὰ Μηνύματα μέσῳ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, πᾶνε πενῆντα τόσα χρόνια, γράφαμε στὸ μπροστινὸ μέρος τρεῖς ἀράδες ὅλες κι ὅλες γιὰ νὰ πάρουμε τὴν ἀπάντηση στὸ πίσω μέρος, ἔτσι λιτὰ καὶ τηλεγραφικά, τί νὰ γράψεις καὶ τί νὰ πεῖς, πῶς νὰ χωρέσει ὁ φόβος κι ὁ πόνος κι ὁ καημὸς καὶ ἡ ἀπόγνωση κι ἡ ἀπελπισία, οἱ γονεῖς μου στὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης τῆς Βώνης, αἰχμάλωτοι, παραδομένοι στὸ ἔλεος τῶν Τούρκων, τί σφαγές, τί βάσανα τί τρόμος. Κάποτε θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ διαβάζουμε πίσω ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς γραμμὲς ὅλη ἐκείνη τὴ βαρβαρότητα τῶν Τούρκων, ποὺ μάζεψαν ὅλους ἐκείνους τοὺς γέροντες, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ ἀθῶα παιδάκια, τί πέρασαν μέχρι νὰ γυρίσουν ἐδῶ, μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει. Κι ἀκόμα κάποτε πρέπει νὰ συγκεντρώσουμε ὅλο αὐτὸ τὸ ἀρχειακὸ πιὰ ὑλικὸ τοῦ θανάτου, ἔτσι γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ, μηνύματα τῶν αἰχμαλώτων ἐκείνους τοὺς ἄγριους μῆνες μετὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1974, ὅταν ἄρχισαν νὰ ἐπιτρέπονται αὐτὲς οἰ ἐλάχιστες ἀράδες ἐπικοινωνίας τῶν βασανισμένων ἀνθρώπων, τῶν αἰχμαλώτων στὰ χέρια τῶν βαρβάρων.

Ἔτσι ἦταν ποὺ ἔφτασε κοντά μου ἕνα μήνυμα τῆς μάνας μου, ἀπάντηση σὲ μιὰ ξαδέλφη μου μαζὶ καὶ στὴ θεία μου, τὴν ἀδελφή της, ποὺ μόλις ἕνα μῆνα πρὶν ἔχασε τὸν θεῖο μου, ἄγρια σκοτωμένο ἐκεῖ στὸ δρόμο μπροστὰ ἀπὸ τὸ γιασεμὶ καὶ τὸ φούλι καὶ τὰ λουλούδια τοῦ κήπου. Νικολάτζιης Κανικλίδης 75 ἐτῶν. Γράφει ἡ μάνα μου:

«Ἀγαπητή μας Ρίτσα, πήραμε τὸ μήνυμά σας καὶ ἐχαρήκαμε ποὺ εἶσθε ὄλοι καλά. Ἀγαπητή μου Μυροφοροῦ νὰ κάνῃς ὑπομονή, γιατὶ σχεδὸν ὅλα τὰ σπίτια ἔχουν τὸν ἴδιον καημό, δὲν εἶσαι μόνον ἐσύ. Χαιρετισμοὺς καὶ φιλιά, ἡ ἀδελφή σου Νίκη. 16. 10. 1974»

Αὐτὰ ἡ μάνα μου, ποὺ δὲν εἶχε τελειώσει τὸ Δημοτικό.

Γι’ αὐτὴ τὴν ἄγρια δολοφονία, μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς στὴν Κυθρέα, μοῦ εἶχε ἀφηγηθεῖ ὁ πατέρας μου:

«Ἦλθε, μετά, κοντά μας, ὁ Νικολάτζιης ὁ Κανικλίδης, γαμπρὸς τῆς γυναίκας μου, ἀπὸ τὸ δικό του τὸ σπίτι, καὶ μᾶς λέει: «Τί κάθεστε ἐδῶ; Πηγαίνετε στὸ σπίτι σας. Δὲν πειράζουν κανένα οἱ Τοῦρκοι. Ἐμένα μὲ βλέπουν ὅλη μέρα καὶ δὲν μοῦ κάνουν τίποτε.» Ξεθαρρέψαμε, τότε, καὶ γυρίσαμε στὸ σπίτι μας. Κάναμε καφέ, δὲν προλάβαμε νὰ πιοῦμε μιὰ γουλιά, οὔτε τὰ παπούτσια της δὲν ἔβγαλε ἡ γυναῖκα μου, καὶ ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι. Φωνές, κακό. «Ἔπ, ἔπ!» Μᾶς γύρισαν τὰ ὅπλα ἐπάνω μας. «Ἔξω!», λέει. Μᾶς πῆραν πρὸς τὸ δρόμο, ἐκεῖ πίσω ἀπὸ τὸ καφενεῖο τοῦ Ἀποστολῆ, ἐκεῖ ποὺ φύλαγε τὰ γκάζια, στὴ βεράντα, πίσω, στὸ τσιμέντο ἐκεῖ, καὶ μᾶς σημάδευαν. Μᾶς σημάδευαν καὶ τοὺς δυό, νὰ μᾶς σκοτώσουν.

Ἔβαλε τὶς φωνές ἡ γυναῖκα μου, ἐκείνη τὴν ἔστειλαν πίσω στὸ σπίτι καὶ μένα μὲ ἀνέβασαν σὲ ἕνα στρατιωτικὸ αὐτοκίνητο καὶ μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς Καμάρας, ἀπὸ τὶς Καννοῦρες, ἀπὸ τὸ χωματόδρομο, μέσα ἀπὸ τὸ «Δέκα Μίλι», στὸ Τζιάδος… Πήγαμε στὸ Τζιάδος, σὲ ἕνα ἐκεῖ στρατηγό, ἐκεῖ ἦταν τὸ ἀρχηγεῖο. Στρατὸς ἐκεῖ, στρατὸς πολύς, χιλιάδες. Χιλιάδες κανόνια, τάνκς… Μοῦ λέει ὁ στρατηγός: «Εἶσαι γιατρός;» «Ὄχι», τοῦ λέω. «Εἴδαμε στὸ σπίτι σου ἰατρικὰ ἐργαλεῖα», μοῦ λέει. Τοῦ λέω: «Εἶναι ὁ γυιός μου γιατρός. Σπουδάζει στὴν Ἀγγλία.» -Δὲν τοῦ εἶπα ὅτι σπούδαζε στὴν Ἑλλάδα.- Σπουδάζει στὴν Ἀγγλία», τοῦ λέω, «καὶ ἦλθε νὰ μᾶς δεῖ.» «Ἐντάξει», μοῦ λέει. «Πάρτε τον πίσω», λέει στοὺς στρατιῶτες του. – Δὲν μὲ σκότωσαν! Πρώτη φορὰ ἔγινε στὸ Τζιάδος νὰ μὴν σκοτώσουν πλάσμα!…

Μᾶς ἐπῆραν στὸ Μπογάζι τῆς Κερύνειας. Μᾶς κατέβασαν σὲ κάτι μάντρες. Μείναμε ἐκεῖ τὸ βράδυ. «Δὲν ἔχει φαγητό, ἀπόψε.» Μᾶς ἔδωσε ἕνα τσιγάρο ὁ Τοῦρκος. Μᾶς ἔδωσε ἕνα τσιγάρο! Ἦταν Παρασκευὴ ἀπόγευμα, 16 Αὐγούστου. Ξαπλώσαμε ἐκεῖ τὴ νύχτα…

Πήγαμε ἀπὸ τὸ Δίκωμο, περάσαμε τὴ Μιὰ Μηλιά, μᾶς κατέβασαν στὴν Κυθρέα, ἐκεῖ στοῦ Ἀδάμου τοῦ κτίστη τὸ σπίτι. Λέει: «Πηγαίνετε στὰ σπίτια σας καὶ μὴ φοβᾶστε.» Σκεφτόμουνα. Οἱ ἄλλοι δὲν ἔφευγαν. Ἔμεναν ἐκεῖ. Ἔμειναν, ἀλλὰ τοὺς ἔσπασαν στὸ ξύλο τὴν ἄλλη μέρα. Τοὺς ἔδερναν. Ἐγὼ λέω, «Νὰ πάω στὴ Νίκη μου.» Πῆρα τὸ δρόμο, ἀπὸ τὸ κρεοπωλεῖο, ἀπὸ τὸ περιβόλι, τὴ Φανερωμένη, ἀπὸ τὴ Χαραή, ἔφθασα ἐκεῖ στὸ σπίτι τοῦ Μιχάλη τοῦ Κούτσουρου. Μόλις ἔφτασα ἐκεῖ, κοιτάζω, σκοτωμένος ὁ Νικολάτζιης ὁ Κανικλίδης. Σάββατο, 17 Αὐγούστου. Μπροστὰ στὸ σπίτι του, ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ γιασεμί. Πάω πιὸ κεῖ, σκοτωμένος ὁ Πραματευτής. Πάνω στὰ σκαλιά, πάνω στὴ βεράντα του. Πῆγε νὰ κατεβεῖ κάτω, ἐκεῖ, τὸν πυροβόλησαν καὶ τὸν σκότωσαν. Μόλις πῆγα σπίτι, κόντευα νὰ σπάσω ἀπὸ τὸ μαράζι μου, λέω: «Θὰ τοὺς βρῶ ὅλους σκοτωμένους. Ἤδη βρῆκα δυὸ σκοτωμένους.» Πῆγα, ἦταν ὅλοι καλά. Δὲν ἤξεραν ὅτι εἶχαν σκοτώσει τὸν Νικολάτζιη. Τοὺς τὸ εἶπα ἐγώ…

Εἴμαστε ἀκόμα στὸ Σάββατο 17 Αὐγούστου.
Τὸν Νικολάτζιη τὸν ἔθαψαν Κυριακὴ τὸ πρωί.

Τὴν ἄλλη μέρα, Δευτέρα 19 Αὐγούστου ἦλθαν καὶ πῆραν, ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκεῖ τοῦ Καραβοῦ, ὅπου εἴχαμε μαζευτεῖ, τὸν Κύπρο τὸν Κολιό, ἀδελφὸ τῆς γυναίκας μου. Γιὰ νὰ τοὺς δείξει τὰ μπακάλικα, δῆθεν. Δὲν ξέρω ἂν ἦταν Τουρκοκύπριοι ἢ Τοῦρκοι στρατιῶτες. Δὲν ἦταν, πάντως, ἀπὸ τὸ Μπέη – Κιογιου. Δὲν γύρισε πίσω ποτέ. Νομίζω πὼς εἶναι ἀπὸ τότε σκοτωμένος.»

Αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τοῦ πατέρα μου.

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ