Η διάσωση μιας ομάδας στρατιωτών από Κυθρεώτισσα το 1974.
Του Γιώργου Χαριτωνίδη.
Μια ομάδα φαντάρων μετά που έσπασε η γραμμή της Μιας Μηλιάς περιφερόμαστε σαν την άδικη κατάρα πάνω στο βουνό Κουτσοβέντης. Δεν ξέραμε από πού να διαφύγουμε, έπεφταν αδιάκοπα όλμοι και μας σφυροκοπούσαν τα αεροπλάνα. Βιώσαμε κολασμένη απελπισία. Τα πυρομαχικά μάς είχαν τελειώσει από ώρα, τα μαρτίνια τα κρατούσαμε για μαγκούρες. Δροσίστηκε η σκέψη μας όταν προσανατολιστήκαμε και πήραμε κατάβαση προς το χωριό Κυθρέα. Έξω απ’ το χωριό είδαμε ένα πετραύλακο που έτρεχε νερό, σκύψαμε ο ένας δίπλα στον άλλον και ήπιαμε σαν ζώα.
Στα πρώτα σπίτια του χωριού συναντήσαμε μια γυναίκα που στάθηκε και μας έβλεπε. Μας πληροφόρησε πως το χωριό είναι περικυκλωμένο και άρχισαν εκκαθαρίσεις. “Και τώρα τι κάνουμε;” ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον. “Χωρίς σφαίρες είμαστε άχρηστοι στρατιώτες”. «Θα κάνετε αυτό που θα σας πω» μας είπε η μεσόκοπη γυναίκα «είδα σκηνές να σκοτώνουν επι τόπου όσους συλλαμβάνουν με στρατιωτικά. Κρύψτε εδώ τα όπλα σας και ελάτε σπίτι μου». Ανέλαβε πρωτοβουλία εκείνη η γυναίκα να δώσει τη δική της μάχη για τη δική μας ζωή. «Βγάλτε τα στρατιωτικά γρήγορα και μπείτε ένας ένας στο μπάνιο, λουστείτε, ξυριστείστε όσο πιο γρήγορα μπορείτε». Άνοιξε τα ερμάρια, βρήκε πολιτικά των αγοριών της, έτρεξε σε σπίτια γειτονικά, μάζεψε αντρικά και μας έδωσε να φορέσουμε. «Δεν έχουμε καιρό, γρήγορα στην εκκλησία μέσα», μας είπε. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη πολίτες που δεν πρόλαβαν να φύγουν απ’ το χωριό: άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Σε αυτή τη γυναίκα οφείλουμε τη ζωή μας. Δεν είχαμε χρόνο να ρωτήσουμε το όνομα της ή να της δώσουμε τα δικά μας ονόματα, είχε προτεραιότητα η ταχύτητα, προείχε το σχέδιό της. Τα κατάφερε, ζούμε ακόμα όλοι απ’ την ομάδα αυτή. Δεν γνωρίζω την τύχη της, τι απόγινε αργότερα αυτή η γυναίκα. Την τιμώ, όμως, και την ευγνωμονώ κάθε μέρα.