του Νίκου Ορφανίδη
Λέω να γράψω ένα Εγκώμιον, ένα Συναξάριον του Βίου της μοναχής Μαρίας, που γεννήθηκε στην Κυθρέα, εκεί στη γειτονιά μου γεννήθηκε και μεγάλωσε, μαζί ήμαστε εκείνα τα χρόνια, μέχρι που χάθηκε η Κυθρέα. Η Μαρία γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1947, να η χαρακτηριστική ημερομηνία, σκέφτομαι, και εκοιμήθη στη Λεμεσό στις 20 Ιανουαρίου του 1998. Οσιακώς θα έλεγα, ως μοναχή. Διαβάζω απλά στον ηλεκτρονικό τόπο, όσα αναγράφονται εκεί εν είδει συναξαρίου, όταν έφυγε πια η Μαρία από τον κόσμο τούτο:
«Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου παρέλαβε πλησίον του την πιστήν δούλην του Μαρίαν εις την ουράνιον βασιλείαν Του προς ανάπαυσιν και ευφροσύνην αιώνιον. Καίτοι έπασχε καθ΄ όλην την διάρκεια της ζωής της από βαρυτάτην νόσον, εν τούτοις διήλθε τον επί γης μαρτυρικόν της βίον με ζήλον θαυμαστόν, με υπομονήν ιώβειον, με έργα αγάπης προς τον πλησίον, με ιεραποστολική δράσι και προσφορά. Επέτυχε με την βοήθεια του Κυρίου να ευαρεστήση τον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι δεν είχε υλικά αγαθά και ασφαλή υγεία ήταν πλούσια σε πίστη και ευσέβεια, σε αρετές και έργα ευποιΐας. Ήταν απλή στους τρόπους, ταπεινή κατά την καρδιά, γεμάτη αγάπη Χριστού προς τον συνάνθρωπον και διατελούσε σε πνευματική εγρήγορσι, προσευχή, μελέτη του θείου λόγου και των πατερικών έργων. Έσπειρε εδώ στην γη με δάκρυα, και θερίζει ήδη με αγαλλίαση στους ουρανούς. Άξιον υπογραμμίσεως είναι το γεγονός ότι ασπάστηκε και το Μοναχικό Σχήμα. Αυτή της η πράξις αποτελεί ομολογία πίστεως και αγάπης προς τον Θεόν.»
Δεν ξέρω, αν υπήρξε καρτερικότερος άνθρωπος στη γειτονιά μας, στην Κυθρέα και στην Κύπρο ολόκληρη. Όπως και η μάνα της, πού ζούσε κι εκείνη, αυτή πρώτα, εν Χριστώ, καρτερικώς. Κατά τρόπο υποδειγματικό και παραδειγματικό. Σκέφτομαι πώς τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου δεν έχουν ποτέ τελειωμό, όπως μας είπε κι ο κυρ Αλέξανδρος. Κι ακόμα πως δεν ξέρει κανείς πόσος πόνος και πόση καρτερία και υπομονή κρύβεται πίσω από τις πόρτες των σπιτιών όλων των ανθρώπων.
Σκέφτομαι τη Μαρία στη γειτονιά μας κι εκείνο το χαμόγελό της. Όσα έζησε παιδάκι, εκείνη την ορφάνια, αλλά και όσα ακολούθησαν τον γιγαντισμό από τον οποίο υπέφερε. Μαρτυρικώς. Δεν ξέρω να υπάρχει μια άλλη μοναχή οσία, που να έζησε το μαρτύριο αυτό του γιγαντισμού. Και μαζί μ’ αυτά την περιφρόνηση. Την απόρριψη. Το χλευασμό. Όλη εκείνη την αγωνία. Τους γιατρούς. Τις θεραπείες χωρός αποτέλεσμα. Τον πόνο. Το θρυμματισμό των οστών της. Το μαρτύριο της εξόδου της από τον κόσμο τούτο. Αλλά και την αγάπη σκέφτομαι, όσων μπορούσαν να καταλάβουν. Και πρωτίστως την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Γιατί η Μαρία, παρά τα πάθη της, έζησε μια ζωή ούτως η άλλως μέσα στην αγκάλη του Χριστού. Από παιδάκι. Όταν δε γνώρισε και τον άγιο Πορφύριο, τότε ήταν που πήρε μια άλλη τροπή η όλη της ζωή. Δεν ήταν τυχαίο που ο άγιος, όταν βγήκε η Μαρία έξω από το κελλάκι του, ήτανε πια η Μαρία 43 τόσων χρόνων, γυρίζοντας από την Αμερική και τους γιατρούς εκεί, ταλαιπωρημένη και κουρασμένη και φοβισμένη, με όσα άκουσε εκεί, είπε γι’ αυτήν: «Αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.»
Να, και πάλι ο άγιος Πορφύριος στις διηγήσεις μας, έκατσε και εξήγησε στην κυρία Κωνστάντα τι είχε συμβεί με τη Μαρία, σαράντα τρία τόσα χρόνια πριν. Τα λάθη των γιατρών, τα φάρμακα, όλα τα διάβασε και τα ανέγνωσε με το χάρισμά του ο Γέροντας άγιος, δίνοντας με τον τρόπο του παρηγορία και παραμυθία.
«Αυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπατούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα πού περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν πενήντα επτά νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη από την δική μου.» Αυτά ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος.
Έρχεται, λοιπόν, η Μαρία ξανά στην Κυθρέα, τώρα πού άνοιξαν τα οδοφράγματα, δεν περνάμε πια από οδοφράγματα και τέτοια, παίρνουμε τον παλιό δρόμο, με το λεωφορείο. Φτάνουμε στην παλιά γειτονιά, στο σπίτι της κατεβαίνει η Μαρία με εκείνα τα κρίνα, μπροστά, στον κήπο της. Τα θυμάμαι, είναι κρίνα διπλά, μεγάλα, μοσχομυρίζει η γειτονιά όλη. Πίσω είναι το περιβόλι κι ο ελαιώνας. Και τα νερά. Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν άμέριμνα στη μέση του δρόμου, ο Κωστής ο Παύλος, ο Κυριάκος, ο Σωτήρης, όλοι εμείς. Απέναντι ακριβώς τα δέντρα φορτωμένα, τι πορτοκάλια και μανταρίνια.
Αφήνομε τη γειτονιά, πάμε μαζί στον Άγιο Ανδρόνικο, έτσι με τα κεριά και τις λαμπάδες στα χέρια, είναι μαζί μας η Στέλλα κι η Ανδρούλα, κι η μητέρα της, η κυρία Κωνστάντα, στεκόμαστε μαζί. Είναι κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου εκεί. Κι όλος εκείνος ο κόσμος που έφυγε πια. Από το ψαλτήρι τους βλέπω, τον κύριο Πλουτάκη, τον κύριο Μελή, τον κύριο Αντώνη, τον αδελφό του, τους θείους μου, τις γιαγιάδες πίσω, τον κύριο Τάκη, είναι ο Παντέλας στο ψαλτήρι, μαζί κι εγώ. Έτσι έρχονται στην Ωραία Πύλη, η κυρία Κωνστάντα κι η Μαρία κι άλλοι πολλοί, πλησιάζω κι εγώ, έτσι όπως βγαίνει ο παπα-Κώστας με το δισκοπότηρο, «Μετά φόβου Θεού», εκφωνεί, και μεταλαμβάνουμε όλοι των Αχράντων Μυστηρίων, λάμπει ο ναός, έρχονται τα πουλιά και φτερουγίζουν χαρούμενα.
Πάω ύστερα και σ’ έκείνο τον προσφυγικό συνοικισμό στη Λεμεσό, σε εκείνα τα σπιτάκια των προσφύγων, ξέρω πώς ήταν, πάλι εκεί τα γιασεμιά και τα κρίνα, όπως στην Κυθρέα, κι εκείνες οι γλάστρες, κι η Μαρία ενδεδυμένη το μοναχικό σχήμα, είναι καιρός πού πονάει και υποφέρει η Μαρία, έρχονται οι άγγελοι και την παραστέκουν, όπως και σ’ εκείνο το Νοσοκομείο, εκεί πού έκλεισε ύστερα από λίγο τον κύκλο της ζωής της.
Πένθιμα σκέφτομαι όλα αυτά και λυπητερά. Κι όμως η Μαρία επιμένει να έρχεται πάντοτε ενδεδυμένη το μοναχικό σχήμα, έτσι σκέφτομαι ετελειώθη μαρτυρικώς και οσιακώς. Αλλά και με εκείνα τα παιδικά φορέματα, κοριστσάκι στην Κυθρέα, μέσα στο φως.
9 Μαρτίου 2017