του Νίκου Ορφανίδη
Από εκείνη την εποχή των μαθητικών μου χρόνων, στο Δημοτικό αλλά και στο Γυμνάσιο […], θυμάμαι, ακόμα και σήμερα, όλες εκείνες τις νύχτες στον Άγιο Ανδρόνικο, με τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Χαιρετισμούς στην Υπεραγία Θεοτόκο, κάθε Παρασκευή, τις εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Θυμάμαι εκείνο το μεγαλόπρεπο και νικηφόρο και θριαμβευτικό “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια”, που μας γέμιζε χαρά και δύναμη και θάρρος και περηφάνεια. […] Θυμάμαι, ακόμα, εκείνο τον κόσμο, τις γυναίκες, μαυροφορεμένες οι πιο πολλές, που κουβαλούσαν κάθε φορά το πρόσφορό τους, τα κόλλλυβά τους, για τη μνήμη των κεκοιμημένων τους, τα κεριά που άναβαν εκεί στα σκαλιά, μπροστά στο τέμπλο, δίπλα από την είσοδο του Αγίου Βήματος.
Επιστρέφω, έτσι, ξανά, στον λαμπροφόρο Άγιο Ανδρόνικο, τη μεγαλόπρεπη και επιβλητική εκκλησία της Κυθρέας, πάει πια, ερείπιο έμεινε αυτή η σπουδαία εκκλησία. Τη βεβήλωσαν, τη λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν οι Τούρκοι, έκαψαν και το τέμπλο, έπεσε και η σκεπή, πέτρες και χώμα και χόρτα και περιττώματα πουλιών, μόνο τρεις τοιχογραφίες στη νότια πλευρά, με τον Άγιο Ανδρόνικο και την Αγία συμβία του Αθανασία, τους Αγίους Πέτρο και Παύλο και τον Άγιο Μηνά στο άλογό του. Αυτό μονάχα απέμεινε. Όταν πήγα προσκυνητής στην Κυθρέα, θυμίασα κι ύστερα στάθηκα και φωτογράφισα αυτές τις αγιογραφίες, μισοκαταστρεμμένες, που συνεχίζουν να έχουν, όμως, τη δική τους μαγεία, καθώς παραμένουν εκπληκτικά δείγματα της λαϊκής αγιογραφίας, στις αρχές του 18ου αιώνα.
Στο δεξιό ψαλτήρι λοιπόν, στέκομαι πάλι, δίπλα από τον σπουδαίο εκείνο ψάλτη, τον Παντέλα Φραγκούδη. Δεν ξέρω να ήταν στην Κυθρέα, γιατί όχι και στην Κύπρο ολάκαιρη, άλλη φωνή, σαν εκείνη του Παντέλα. Εξάδελφος της μάνας μου ήταν, όρθιος, ευθυτενής, έψαλλε με ένα επίσημο και θριαμβικό τρόπο το “Τη Υπερμάχω” κι ένοιωθα δίπλα του κι εγώ θριαμβευτής, με την Υπέρμαχο Στρατηγό να την αισθάνομαι να μας σκέπει, να σκέπει το Γένος των Ελλήνων. Έψαλλε λοιπόν μ’ εκείνη τη γλυκύτατη φωνή του, είχε μαθητεύσει σε παλιούς δασκάλους στη Λευκωσία […] κι ύστερα ο παπάς διάβαζε τους χαιρετισμούς στη Θεοτόκο, με βυζαντινό, αρχαιόπρεπο ύφος, νικηφόρο και μεγαλόπρεπο. Δεν ήταν τυχαίο. Παλαιός εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους, κρατούσε μέσα του εκείνο το θριαμβευτικό και ηρωικό ύφος. Κι έπειτα εκείνο το “Την ωραιότητα της παρθενίας σου”, με το οποίο έκλεινε η νύχτα των χαιρετισμών. Άλλοι καιροί τότε. Τους σκέφτομαι και με πιάνει ένα σφίξιμο στο στήθος.
Θυμάμαι όλα εκείνα τα χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου, Κυθρέας, αυτά κρατάω, μέχρι σήμερα […].
Απόσπασμα από το αφιερωματικό λεύκωμα Ο ναός των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας στην Κυθρέα, Λευκωσία: Ακτή 2016, σσ. 29-30.