Του Γιάννη Ορφανίδη στο Κυθρέα, ο τόπος μου. Τόμος Β΄: Εκκλησίες, γειτονιές και άνθρωποι. Τα χρόνια της ΕΟΚΑ και άλλα, Λευκωσία: Ακτή, 2010.
Πριν ξεκινήσει ο αγώνας, το 1953, είχαμε την υποστολή της αγγλικής σημαίας από τον αστυνομικό σταθμό. Ο αστυνομικός σταθμός βρισκόταν στην είσοδο της Κυθρέας, όπως ερχόμαστε από τη Λευκωσία. Εκεί που ο δρόμος έστριβε για τη Θεοτόκου. Δεν θυμάμαι, δεν ξέρω ξέρω ποιοι την κατέβασαν τότε.
Καταζητούμενοι μέλη της ΕΟΚΑ, εκτός από τον Θάσο Σοφοκλέους και τον Πέτρο Στυλιανού, που ήταν φοιτητές στην Αθήνα και ήλθαν κάτω, ήταν ο Βάσος Πετρωνάς, από τη Θεοτόκου. Αυτός δεν ήταν στις ομάδες της Κυθρέας. Ήταν αλλού. Στην Κυθρέα ήταν ο Στέλιος ο Πετάσης, ο Ανδρέας ο Βαφειάδης, της Ανδρονίκης ο γιος, και ο Αντρίκκος του Ττόφα. Της Κατσελλαρούς ο γιος. Της ΕΟΚΑ ήταν καταζητούμενος και ο Παναγιώτης ο Ζερβός από το Νέο Χωρίο Κυθρέας.
Υπήρχε κρησφύγετο στη γειτονιά μας, στου Ιάκωβου Μυρμίγκη, πίσω από το καφενείο. Στο τέλος του αγώνα ήλθε και ο Τάσος Μάρκου, από το Παραλίμνι. Ανάλαβε εκείνος τομεάρχης. Αυτός ήταν της Σχολής Ευελπίδων.
Μέλη της ΕΟΚΑ στην Κυθρέα ήταν τότε ο Γιάννης ο Μακρής και ο αδελφός του, ήταν ο Κλινής, ο Κλεάνθης Κολιός, ο Αντρίκκος ο Κανικλίδης, της Μυροφορούς, ο άλλος γιος της Κατσελλαρούς, ο Παναγιώτης, που μετά ήταν και στα κρατητήρια, κι ο Λογγίνος, νομίζω. Και άλλοι, ίσως. Δεν ξέρω.
Ένα καιρό, οι αντάρτες της Κυθρέας, οι καταζητούμενοι αυτοί, σχεδόν κάθε βράδυ, περνούσαν πίσω από το σπίτι μας, από το μονοπάτι, πήγαιναν για φαγητό.
Θυμάμαι μια ενέδρα στην Κυθρέα. Εκεί στον μύλο του Γιατρού. Κτύπησαν οι αντάρτες ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Κι έφυγαν τρεχτοί. Μετά έκαναν κέρφιου οι Άγγλοι. Μας έβαλαν μια βούλα στο μέτωπο. Τότε ήταν νομίζω, που σκότωσαν οι Άγγλοι και τον Σπύρο Χατζηγιακουμή, ύστερα από βασανιστήρια. Τον Οκτώβριο του 1958.
Λίγο πριν τελειώσει ο αγώνας, ανέλαβε τομεάρχης Κυθρέας ο Τάσος Μάρκου. Έμενε στο κρυσφήγετο, εκεί στου Ιάκωβου Μυρμίγκη, στη γειτονιά μου. Υπήρχε μεγάλη αυλή, εσωτερική, στο σπίτι του Δημοσθένη. Μέσα στο σπίτι ήταν το κρησφύγετο. Τον Τάσο Μάρκου δεν τον θυμάμαι εκείνα τα χρόνια στη γειτονιά. Ύστερα μάθαμε και ακούσαμε γι’ αυτόν. Πόσο αυστηρός ήταν με τους αντάρτες του. Και δίκαιος. Μετά το τέλος του αγώνα, ήλθε εκεί, στο καφενείο του Ιάκωβου. Ήταν πατριώτης ο Τάσος Μάρκου. Έμεινε και σκοτώθηκε, ενώ μπορούσε να φύγει [το 1974, στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής]. Γι’ αυτό τον αγαπά ο κόσμος πολύ. Ο θάνατός του συνδέθηκε με τον Πενταδάκτυλο και την Κυθρέα.
Από εκείνα τα χρόνια θυμάμαι τα κέρφιου των Άγγλων. Πολλά. Πάρα πολλά κέρφιου έκαμαν οι Άγγλοι στην Κυθρέα. Τα θυμάμαι πολύ καλά. Βέβαια. Έρχονταν, πρωί πρωί, και φώναζαν με τα μεγάφωνα: «Μαζευτείτε στον τάδε τόπο». Δε θα ξεχάσω μια φορά, έκαναν κέρφιου και μας μάζεψαν στο χωράφι, εκεί που αργότερα κτίστηκε το κέντρο του Κύπρου. Το «καραβάκι». Εκεί στο «Παυσίλυπον», το κέντρο, το σπίτι του Ζαχαρή. Ήταν ένας Εγγλέζος ψυχολόγος. Κατέβηκε κάτω, μας έβαλε όλους στη σειρά. Όλους! Μας εκοίταζε μέσα στα μάτια. Όσους ήταν της ΕΟΚΑ τους ξεχώρισε όλους! «΄Εξω, έξω, έξω, έξω!» Μεταξύ αυτών ήταν κι ο Κλινής. Κάποτε ήταν και ο καταδότης, ο προδότης με την κουκούλα, αυτός που ξεχώριζε και έδειχνε ποιοι ήταν της ΕΟΚΑ. Εκείνη, όμως, τη φορά, ήταν ο Εγγλέζος, ο ψυχολόγος.
Δεν υπήρχε πάντα κουκουλοφόρος. Δεν ξέραμε ποιος ήταν ή από πού ήταν ο προδότης. Τη φορά εκείνη που σκότωσαν τον Σπύρο Χατζηγιακουμή υπήρχε κουκουλοφόρος στο κέρφιου εκείνο. Ίσως ο προδότης ο κουκουλοφόρος να ήταν Κυθρεώτης. Ποιος ξέρει;
Όταν γινόταν κέρφιου, κάποτες μας μάζευαν εκεί στου Ζαχαρή, στο κέντρο που σας είπα, το κέντρο «Ακρόπολις», το «Παυσίλυπον», εκεί κάτω, Κάποτες, μας μάζευαν και στο κέντρο του Λούκα του Αδαμίδη, εκεί στο σινεμά. Μάλιστα, την πρώτη φορά, ξεχώριζαν τους νέους και τους κτυπούσαν, τους έδερναν. Πήγα κι εγώ, ήλθε η σειρά μου να πάω. Μου έβαλαν μια βούλα, μια σφραγίδα στο μέτωπο. Ήμουνα εκείνη την ημέρα ο πρώτος, που μου έβαλαν βούλα. Φοβήθηκα. Λέω: «Θα με πάρουν μέσα τώρα. Με τη βούλα»… Ύστερα έβαλαν σε όλους βούλα στο μέτωπο. Όλους!
Στα κέρφιου συχνά, όπως σας είπα, οι Άγγλοι έρχονταν εκεί στο αδιέξοδο, στο σπίτι μας, στην αυλή μας, έστηναν στη μέση το μπρεν και περίμεναν. Μια φορά μας κτυπούσαν την πόρτα και γελούσαν με τον φόβο μας. Έριχναν μέσα στο σπίτι διάφορα αντικείμενα από το πάνω μέρος της πόρτας της κουζίνας, που ήταν ανοιχτό. Έκοβαν και πορτοκάλια, τα λεγόμενα γαιματένα, από το περιβόλι της Χατζηνούς. Από την πορτοκαλιά τη γαιματένη του Νικολάτζη.
Με το τέλος της ΕΟΚΑ τα πράγματα με τους Τούρκους δεν ήταν καλά. Εμείς πηγαίναμε στο Μπέη-Κιογιού. Στα χωράφια μας. Μια μέρα, ο Τούρκος, ο γιος του Ασσιώτη, μάθαινε τη γυναίκα του σκοποβολή. Τα σημάδια ήταν φανερά. Ετοιμάζονταν οι Τούρκοι.
Σημ. Ο Γιάννης Ορφανίδης, πρόσφυγας από την Κυθρέα, στα ενενήντα του χρόνια άρχισε να αφηγείται τον βίο του, που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2010 σε επιμέλεια του Νίκου Ορφανίδη με τίτλο: «Κυθρέα, ο τόπος μου». Στη συνέχεια, μέσα από τις αφηγήσεις του, συγκροτήθηκε και ένας δεύτερος τόμος, μόνο που δεν πρόλαβε να τον δει και να τον ψηλαφίσει τυπωμένο. Ο Γιάννης Ορφανίδης έφυγε στις 26 Μαΐου 2010. Στον παρόν απόσπασμα διηγείται περιστατικά από τον αγώνα της ΕΟΚΑ όπως τα θυμάται ο ίδιος στη γενέτειρά του, Κυθρέα.