Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού Χρυσίδας “ανηγέρθη εκ βάθρων“, όπως αναφέρεται στο Αρχείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, το 1830 και τα εγκαίνιά της έγιναν στις 11 Οκτωβρίου του 1834, επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου Παναρέτου. Από δημοσιεύματα στον τύπο το 1907 μαθαίνουμε πως η Αγία Τράπεζα καθώς και ένα μικρό εικονοστάσι είναι έργα του Χρυσιδιώτη ξυλογλύπτη Γεώργιου Κυριακού και του συνεταίρου του Χατζησάββα, “οίτινες μετά μεγάλης επιμελείας και καλλιτεχνικώτατα (τα) επεξεργάσθησαν” – γι’ αυτό και οι τότε επίτροποι Κυριάκος Χατζηαθανάση, πατέρας του ξυλογλύπτη Γεώργιου Κυριακού, Ανδρόνικος Ανδρονίκου και Σταυράκης Θεοχάρη εξέφρασαν και δημόσια “τας ειλικρινείς ευχαριστίες” τους.
Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι είναι μείγμα εργασίας διαφόρων περιόδων. Στις λίγες εικόνες της εκκλησίας μας που το κοσμούν, δεσπόζουσα θέση είχε η Παναγία η της Χρυσίδος Ελεούσα, όπως χαρακτηριστικά έγραφε στην εικόνα της Χρυσιδιώτισσας Παναγίας. Απέναντι ακριβώς από την κύρια είσοδό της και δίπλα στον δεσποτικό θρόνο σε ωραίο σκαλιστό τέμπλο στεκόταν η εικόνα του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέα, αφιέρωμα των δούλων του Θεού Αθανάση και Γαλάτειας Πέτσα, τάξιμο στον Άγιο για τη γέννηση του γιου τους Ανδρέα. Εντυπωσιακά ήταν και τα δύο μπρούντζινα μανουάλια, αριστερά και δεξιά της Ωραίας Πύλης. Η τριγωνική βάση τους στηριζόταν πάνω σε τρία περίτεχνα κεφάλια λιονταριών, που παρόμοιά τους μέχρι σήμερα δεν έχω δει στις εκκλησιές. Η Ωραία Πύλη έκλεινε με τον επίσης εντυπωσιακό Μεγάλο Αρχιερέα ζωγραφισμένο σε ξύλο, κατά πολύ νεότερο των άλλων εικόνων.
Πιο κάτω, ακριβώς πάνω από τους σκάμνους των ανδρών, σε ξύλινη θήκη με γυαλί, φυλαγόταν ο χρυσοποίκιλτος κεντημένος επιτάφιος. Και κάτω από τη θήκη του επιταφίου, στον τελευταίο σκάμνο των ανδρών, ήταν ο σκάμνος της γιαγιάς Μελανής του Γιακουμή. Ως την τελευταία στιγμή που φύγαμε, πάντα παρούσα στην εκκλησία, Κυριακές και γιορτές. Και όταν περιήλθε σε βαθύ γήρας και δυσκολευόταν να περπατήσει, χρησιμοποιύσε δυο μπαστούνια, ένα στο κάθε της χέρι για να τη βοηθούν στη διαδρομή για το σπίτι της από το ένα άκρο της Χρυσίδας στο άλλο όπου βρισκόταν το σπίτι της. Τρανό παράδειγμα για όλους εμάς η θέληση και η επιμονή της, όπως και η βαθιά ριζωμένη πίστη της…
Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ένας χρυσός θαυματουργός Σταυρός βρίσκεται κρυμμένος σε μεγάλο βάθος κάτω από το δάπεδο της εκκλησίας. Όσες όμως προσπάθειες έγιναν για ανεύρεσή του έμειναν άκαρπες και έχουν καταλήξει σε αποτυχία. Σε αυτό τον θησαυρό αναφέρονται στα συγγράμματά τους οι George Jeffrey και Rupert Gunnis. Μάλιστα ο Αθανάσιος Πέτσας θυμάται τον ίδιο τον Gunnis στις αρχές του 1930 να επισκέπτεται τη Χρυσίδα και την εκκλησία εξαιτίας αυτού του θησαυρού.
Μικρή η εκκλησία του Σταυρού, τόση, όση για να χωρεί τους πιστούς χωριανούς. Πρόκειται για μονόκλιτο καμαροσκεπή ναό που επεκτάθηκε μεταγενέστερα προς τα ανατολικά με σταυροθόλιο. Από το προηγούμενο οικοδόμημα σώζεται μόνο η νότια πόρτα της εκκλησίας που είναι καθαρά σχεδίου μεσαιωνικής κατασκευής. Στον νότιο τοίχο είναι κτισμένη μια μαύρη μαρμάρινη βάση ενός αγάλματος της κλασσικής περιόδου, με επιγραφή που είναι δυστυχώς κατεστραμμένη. Άλλη βάση αγάλματος βρίσκεται έξω από τη δυτική πόρτα της εκκλησίας. Αυτή η βάση χρησίμευε στον Παπάντρεα για να στέκεται ψηλά, όταν έψαλλε τον Καλό Λόγο το Πάσχα. Πιθανόν και τα δύο αυτά κατάλοιπα των μεγάλων βάσεων να προέρχονται από τα ερείπια των Αρχαίων Χύτρων στην περιοχή του Αγίου Δημητριανού. Και κατεβαίνοντας ο Παπανδρέας από αυτή τη βάση αγάλματος έξω από την κλειστή δυτική μικρή πόρτα να αποπειράται να μπει στην εκκλησία βροντοφωνάζοντας “Άρατε Πύλας” και να εισβάλλει θριαμβευτικά στην εκκλησία!
Με ευλάβεια ανοίγουμε τη βαριά ξύλινη πόρτα που υπάρχει στην κύρια είσοδο της εκκλησίας και τη δεύτερη νεότερη ξύλινη με τα μεγάλα τζάμια. Τα κεριά αναμμένα, ο καθένας στη θέση του… Αρχίζει η Λειτουργία της Κυριακής. Το παρελθόν ζωντανεύει… Το είναι μας μεθά από το θυμιατό του Παπανδρέα που ψέλνει τα “Σα εκ των Σων” και περιφέρει ανάμεσα στο εκκλησίασμα τη Θεία Κοινωνία, ενώ όλοι ανεξαίρετα γονυπετείς σταυροκοπιούνται… Η μυρωδιά από το λιβάνι και την ευλογημένη ελιά ηρεμεί το είναι μας.
Στη νότια και μοναδική βεράντα (ηλιακό της εκκλησίας τον αποκαλούσε η θειά μου η Γιασεμιά) στο σκαλί έξω από την πόρτα του ιερού, θυμούμαι τη Μηλού, αδελφή του Παπανδρέα να απαγγέλλει τον Θρήνο της Παναγίας (τραγούδι της Παναγίας) κάθε Μεγάλη Παρασκευή και να προκαλεί ρίγη συγκίνησης σε σε όλους μας. Ζούσε έντονα, βίωνε και μετουσίωνε παραστατικά το δράμα της Παναγίας.
Η μεγαλύτερη σύναξη των Χρυσιδιωτών σε αυτή τη βεράντα – ηλιακό της εκκλησιάς γινόταν τη Δευτέρα της Λαμπρής. Μετά τη λιτανεία στρωνόταν το “τραπέζι της της εκκλησιάς”. Όλα τα φαγητά που μαζεύονταν από τους χωριανούς λέγοντας το τραγούδι της Ανάστασης, αυγά, κουλούρια και τα χρήματα έπρεπε να ξοδευτούν σε αυτό το τραπέζι. Οι Χρυσιδιώτες ετοίμαζαν στα σπίτια τους με προθυμία τα φαγητά, και η ομάδα του τραγουδιού της Ανάστασης φρόντιζε να προμηθεύει τα τραπέζια, τις καρέκλες, τα σερβίτσια. Στο φαγοπότι κάθονταν όλοι οι χωριανοί στα στρωμένα σε σειρές τραπέζια κατά μήκος του ηλιακού. Εκεί όλοι μαζί, με επικεφαλής τον ιερέα, την εκκλησιαστική και την κοινοτική αρχή, έτρωγαν και έπιναν ως μια οικογένεια. Το έθιμο αυτό συνεχιζόταν και στις μέρες μας, παρόλο που είχε ξαφτίσει.
Στις 15 του Γενάρη το 1950, ο ηλιακός της εκκλησιάς έμελλε να ζήσει στιγμές εθνικής ανάτασης. 164 κάτοικοι της Χρυσίδας με πρώτο υπογράψαντα τον Μιχαήλ Κ. Τταζέτικο έβαλαν την υπογραφή τους και αξιούσαν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα. Ως Εφορευτική Επιτροπή υπογράφουν ο ιερέας της κοινότητας Παπανδρέας και οι εκκλησιαστικοί επίτροποι Χατζηκώστας Χατζηνικόλα και Γιάγκος Σωτηρίου. Όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει βλέποντας τις υπογραφές, η προσέλευση γινόταν με την απαιτούμενη επισημότητα και με βάση το οικογενειακό πρωτόκολλο! Όλη η οικογένεια παρούσα παίρνει θέση πίσω από το τραπέζι και βάζει την υπογραφή της. Ο σύζυγος, η σύζυγος, οι κόρες, οι γέροντες γονείς, όλοι υπογράφουν. Και όσοι δεν ξέρουν γραφή αρκεί ένας σταυρός δίπλα από το όνομά τους και τα αρχικά του ιερέα, ΠΑΚ (Παπανδρέας Κωνσταντίνου).
Πηγή: Ανθή Πέτσα-Σαββίδου, Κυθρέα, η της Χρυσίδος Περιήγησις. Οδοιπορικό, Λευκωσία: Εκδόσεις ΜΑΜ 2014, σσ. 87-88, 90-91.